Roy Andersson: En duva satt på en gren och funderade på tillvaron (A Pigeon Sat on a Branch Reflecting on Existence) [2014]


pigeon_roy_anderssonΗ ταινία αυτή αποτελεί το τελευταίο μέρος μιας τριλογίας για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, που ξεκίνησε πριν από 14 χρόνια με το “τραγούδια από τον δεύτερο όροφο” και συνεχίστηκε με το “εσείς οι ζωντανοί“. Όπως σε κάθε τριλογία, ο δημιουργός προχωράει από το ένα μέρος στο επόμενο με μια κερδισμένη ωριμότητα, μια ωριμότητα που του έδωσε η προηγούμενη δημιουργία του. Το ίδιο συνέβη κι εδώ με τον Andersson, που στην ταινία αυτή γίνεται πιο λιτός, πιο συγκεκριμένος, πιο κυνικός και πολύ πιο αφαιρετικός.

Ο Andersson εγκαταλείπει εντελώς τον ρεαλισμό, όπως δηλώνει και ο ίδιος, και εισέρχεται στην αφαίρεση, δημιουργώντας πλάνα σαφή και συγκεκριμένα, όπως συνέβαινε στα έργα του κινήματος της “Neue Sachlichkeit” που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν. Έντονες είναι οι επιρροές αλλά και οι αναφορές του στους ζωγράφους εκείνης της περιόδου, στον φωτογράφο August Sander (ιδιαιτέρως η φωτογραφία του: pastry chef, 1928) και κυρίως στην Οδύσσεια του Ομήρου, ένα έργο τριών χιλιάδων χρόνων που ο σκηνοθέτης θαυμάζει για τη μη γραμμικότητα της αφήγησης και την εισαγωγή της έννοιας της “περιπλάνησης”. Μια τέτοια περιπλάνηση είναι και αυτή του περιστεριού, ένα ταξίδι στις διαφορετικές πτυχές της ύπαρξης, της πραγματικότητας και του χρόνου.

Αρκετές κριτικές αναφέρονται στην ομοιότητα του Andersson με τον Jacques Tati, και φαντάζομαι ότι θα αναφέρονται συγκεκριμένα στο Playtime του Tati και όχι στις άλλες του ταινίες. Μπορώ να καταλάβω τι εννοούν αν σκεφτώ τα εξολοκλήρου κατασκευασμένα σκηνικά, τις πολλές μικρές ιστορίες (στο Playtime βέβαια ο ίδιος ήρωας βρίσκεται στο επίκεντρο όλων αυτών των ιστοριών), τα ανέκφραστα πρόσωπα των ηθοποιών. Αντίστοιχα μπορεί να βρει κανείς ομοιότητες σε όλους τους εξπρεσιονιστές ζωγράφους ή στους φωτογράφους που κάνουν ασπρόμαυρη φωτογραφία δρόμου. Θα ήταν λοιπόν προτιμότερο να μην μπαίνει κανείς σε τέτοιου είδους συγκρίσεις που αφορούν κυρίως στη χρήση των εκφραστικών μέσων και όχι στην καλλιτεχνική έκφραση των δύο σκηνοθετών.

Η ταινία ξεκινάει με τρόπο εντυπωσιακό, καθώς, με ιδιαίτερο χιούμορ και σαρκασμό, μας παρουσιάζει τρεις διαφορετικές συναντήσεις με το θάνατο. Το απροσδόκητο του θανάτου, η ματαιότητα της ζωής και η αμηχανία των ανθρώπων μπροστά στο θάνατο, είναι τα στοιχεία που προβάλλονται στα τρία πρώτα σκετς. Έτσι πριν ξεκινήσει την περιπλάνηση πάνω από τις ανθρώπινες ζωές, ο σκηνοθέτης (ως άλλος Όμηρος),  μας υπενθυμίζει τον προορισμό, το αναπόφευκτο τέλος αυτού του ταξιδιού.

Στην ταινία αυτή, ο χώρος λειτουργεί καταλυτικά στην απόδοση της μοναξιάς και των αδιεξόδων: μεγάλοι, άδειοι και ψυχροί χώροι, στις αποχρώσεις του γκρι, του μπεζ και του μπλε, έρημοι δρόμοι, καταθλιπτικά δωμάτια, όπου η κάμερα είναι ακίνητη και στημένη υπό γωνία, ώστε ο θεατής  να μπορεί να παρακολουθεί την κάθε δράση που λαμβάνει χώρα μέσα σε ολόκληρο το πλάνο χωρίς να κατευθύνεται σε ένα μόνο σημείο. Το άπλετο φως που τονίζει τα περιγράμματα των μορφών και καταργεί τις σκιές, η έντονη προοπτική και η γωνία λήψης κάνει τους χώρους να μοιάζουν με πίνακες του Van Gogh

Ο Andersson παίζει επίσης με το χρόνο: Μέσα σ’ ένα μπαρ ένας πολύ μεγάλης ηλικίας θαμώνας δεν ακούει, λόγω βαρηκοΐας,  τη σερβιτόρα που του μιλάει. Η σερβιτόρα λέει σε κάποιον άλλο πως ο παππούς έρχεται στο μπαρ τα τελευταία 60 χρόνια. Αμέσως μετά μεταφερόμαστε σ’ εκείνη την εποχή, μέσα στο ίδιο μπαρ, όπου ο παππούς, νέος τότε, απολάμβανε το ποτό του και το τραγούδι της ιδιοκτήτριας. Δεν γίνεται σαφές αν αυτή η αναφορά στο παρελθόν αποτελεί συνέχιση της αφήγησης της σερβιτόρας η ανάμνηση του παππού. Ανάλογο παιχνίδι με το χρόνο υπάρχει και στη σκηνή όπου σ’ ένα άλλο, σύγχρονο μπαρ, εισβάλλουν στρατιώτες της φρουράς του Καρόλου του XII, λίγο πριν τη μάχη τους με τους Ρώσους. «Δεν γίνεται να αισθάνεσαι τι μέρα είναι. Τη μέρα απλά τη μετράς. Αλλιώς θα επικρατούσε χάος» απαντάει ένας άντρας σε κάποιον άλλον, περιμένοντας στη στάση του λεωφορείου. Ο ανθρώπινος χρόνος, αυτός που μετράνε τα ρολόγια και τα ημερολόγια, μας προστατεύει από το χάος της ζωής.

Οι άνθρωποι μοιάζουν απόκοσμοι, σχεδόν νεκροί. Τα λευκά μακιγιαρισμένα τους πρόσωπα που στερούνται έκφρασης, οι αργές τους κινήσεις και η απουσία χρώματος στις φωνές τους, τονίζουν περισσότερο το απόκοσμο της παρουσίας τους. Σαν να μην υπάρχουν στην πραγματικότητα, σαν να είναι περαστικοί, παρατηρητές της ίδιας τους της ζωής και σαν να είναι οι ζωές τους ασήμαντες και άχρωμες για όλους τους άλλους. Μέσα από το λευκό μακιγιάζ και την ομοιότητα των κινήσεων, ο Andersson προσπαθεί να αφαιρέσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων και να τονίσει περισσότερο τα κοινά τους στοιχεία.

Μονότονοι και θλιβεροί είναι και οι ήχοι: τα επιφωνήματα του Γιόναθαν (ο ένας από τους δύο πλανόδιους πωλητές αστείων παιχνιδιών) την ώρα που μιλάει ο συνεργάτης του, το κλάμα των γυναικών μέσα στο μπαρ, το μουρμουρητό της καθαρίστριας που μιλάει στο κινητό, ο κρότος των παπουτσιών στο πλακόστρωτο ή στο σανιδένιο πάτωμα.

Ο Andersson διερευνά τα μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης από πολλές πλευρές. Σαρκάζει το ρόλο των σύγχρονων κοινωνιών ως ρυθμιστές της τάξης, μια τάξη που επιβάλλεται με τους κανόνες της πάνω σε κάθε φυσική ανθρώπινη ανάγκη. Κατηγορεί την αγριότητα του ανθρώπου που βασανίζει ζώα αλλά και άλλους ανθρώπους προς όφελός του. «Είναι σωστό να χρησιμοποιείς τους ανθρώπους για προσωπική σου ευχαρίστηση;» είναι το ερώτημα και ο εφιάλτης που βασανίζει τον Γιόναθαν. Παράλληλα βέβαια ο Andersson προβάλει την ομορφιά και την ελπίδα που κρύβεται κάτω από ένα μητρικό χάδι, στο πρωινό ξύπνημα ενός νέου ζευγαριού ή στο αμέριμνο παιχνίδι δυο μικρών κοριτσιών. Ο Γιόναθαν, φορώντας τη μουτσούνα του «φαφούτη θείου», κλαίει ενώ ακούει επανειλημμένα μια στροφή από ένα λυπητερό τραγούδι. Όμως δεν σταματάει να το ακούει, γιατί δεν μπορεί να μην το ακούει…

«Χαίρομαι που ακούω πως είσαι καλά» είναι η φράση που, με τον ίδιο πάντα μονότονο τρόπο, επαναλαμβάνεται συχνά στη διάρκεια της ταινίας. Τη λέει η καθαρίστρια ενώ σφουγγαρίζει το πάτωμα, μια γυναίκα στη ρουτίνα του σπιτιού της, ένας διευθυντής εταιρείας που ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει, μια εργαζόμενη σ’ ένα εργαστήριο όπου γίνονται πειράματα σε ζώα. Η μιζέρια, η αθλιότητα και η απόγνωση διακόπτονται από ένα τηλεφώνημα που δίνει μια μικρή χαρά, έστω κι αν δεν πείθει, μια υποβόσκουσα έκφραση αισιοδοξίας και καλοσύνης μέσα σ’ όλη αυτή την αγριότητα που προκαλεί και ταυτόχρονα υφίσταται ο άνθρωπος.

Η ταινία μαγεύει τον θεατή, τον ξεκολλά από την αναπαυτική του πολυθρόνα, τον σηκώνει ψηλά και τον ανεβάζει σ’ ένα κλαδί, απ’ όπου, σαν το περιστέρι στον πίνακα του Pieter Bruegel, παρατηρεί τον εαυτό του και τον κόσμο, την ασημαντότητα, την βαρβαρότητα, αλλά και την ομορφιά της ανθρώπινης ύπαρξης.

This entry was posted in Cinema and tagged , , . Bookmark the permalink.

Leave a comment