Ο Valentin είναι ένα έξυπνο αγόρι οχτώ ετών που το όνειρό του είναι να γίνει αστροναύτης. Έχει στραβισμό και φοράει τεράστια μυωπικά γυαλιά που τον κάνουν να δείχνει γλυκό και πολύ συμπαθητικό. Ζει με τη γιαγιά του από τότε που χώρισαν οι γονείς του. Στη σοφίτα του σπιτιού τους κατασκευάζει πυραύλους από χαρτόνι και διαστημικές στολές από παλιά ρούχα. Ο πατέρας του είναι ασταθής και νευρικός, αλλάζει συνέχεια φιλενάδες και για όλες νομίζει ότι θα τις παντρευτεί. Δεν αφήνει τον Valentin να δει τη μητέρα του γιατί είναι Εβραία. Η γιαγιά του Valentin, ενώ γκρινιάζει συνέχεια, τον αγαπάει πολύ και τον φροντίζει.
Ο Valentin είναι ένα ιδιαίτερα κοινωνικό αγόρι. Γνωρίζει τον γείτονά του, τον Rufos, που είναι πιανίστας και τον πείθει να του μάθει να παίζει πιάνο. Μέσα από την παρέα του με τον Rufos, ο Valentin αισθάνεται σημαντικός και χρήσιμος. Λίγο αργότερα γνωρίζει την καινούρια φιλενάδα του πατέρα του, την Leticia, την οποία συμπαθεί πολύ και της μιλάει με απόλυτη ειλικρίνεια. Η ειλικρίνεια όμως αυτή κάνει την Leticia να καταλάβει τον πραγματικό χαρακτήρα του πατέρα του και να τον χωρίσει. Ο Valentin πληγώνεται απ’ αυτόν τον χωρισμό και αισθάνεται προδομένος που η Leticia αποκάλυψε στον πατέρα του τα όσα της είχε πει. Κάποια στιγμή ο Valentin ανακαλύπτει πως η γιαγιά του είναι άρρωστη και σκαρφίζεται ένα κόλπο προκειμένου να την πείσει να κάνει εξετάσεις. Όμως η αρρώστια της γιαγιά επιδεινώνεται και πεθαίνει. Ο Valentin μένει μόνος του και φιλοξενείται στο σπίτι ενός συμμαθητή του. Ορμώμενος από την ανάγκη του να έχει μια οικογένεια, προσπαθεί να βάλει καινούριους ανθρώπους στη ζωή του, όπως την πρώην φιλενάδα του πατέρα του και τον Rufos, τους οποίους και φέρνει σε επαφή, προκειμένου να γίνουν γι’ αυτόν η θετή του οικογένεια.
Ο Valentin συνειδητοποιεί μεγαλώνοντας πως αυτός είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για τη ζωή του και προσπαθεί μόνος του να βρει λύση σε όλα τα προβλήματα που τον βασανίζουν και τον κάνουν δυστυχισμένο. Συνειδητοποιεί επίσης πως ο κόσμος των μεγάλων δεν είναι αληθινός όπως φανταζόταν, πως υποκρίνονται διαρκώς και δεν έχουν αληθινές σχέσεις μεταξύ τους. Κάθε μέρα είναι γι’ αυτόν μια προσπάθεια να γίνει χαρούμενος και να αντλήσει δύναμη απ’ όσα υπάρχουν γύρω του, όπως η μουσική, η συγγραφή, οι κοινωνικές του συναναστροφές, μια βόλτα με το κάρο του μανάβη, ένα ταγκό τραγουδισμένο απ’ τη γιαγιά του.
Η ταινία είναι αυτοβιογραφική, όμως αυτό δεν έχει στην πραγματικότητα μεγάλη σημασία. Ο Agresti κατάφερε να αποδώσει τα προβλήματα και τις δυσκολίες των ανθρώπινων σχέσεων, φιλτραρισμένα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, μια και, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας αφηγητής είναι ο οχτάχρονος Valentin. Ότι συμβαίνει προβάλλεται μέσα από τη δική του οπτική γωνία, με αποτέλεσμα να επικρατεί το χιούμορ και η αθωότητα, γεγονός που εμποδίζει την τραγικότητα των καταστάσεων να δώσουν μια μελοδραματική διάσταση στην ταινία.