“YOU, THE LIVING is about the human being, about her greatness and her miserableness, her joy and sorrow, her self-confidence and anxiety. A being at whom we want to laugh and also cry for. It is simply a tragic comedy or a comic tragedy about us”
-Roy Andersson
Η ταινία είναι ένα σύνολο από μικρά σκετς, γυρισμένα τα περισσότερα μέσα σε δωμάτια σπιτιών, μπαρ, καταστήματα, πάρκα και αυλές. Σε ένα παγκάκι του πάρκου, μια ευτραφής αλκοολική γυναίκα διώχνει τον φίλο της, γκρινιάζοντας πως κανείς δεν την καταλαβαίνει. Μην μπορώντας όμως να αντισταθεί στο ψητό μοσχάρι που της μαγειρεύει, του λέει την ώρα που εκείνος φεύγει: “μπορεί να έρθω σε λίγο”. Ένας χτίστης, οδηγώντας το φορτηγάκι του μέσα σε μποτιλιάρισμα, διηγείται το χθεσινό του όνειρο, όπου καταδικάστηκε σε θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα επειδή, κάνοντας το κόλπο με το τραπεζομάντηλο, έσπασε ένα σερβίτσιο 200 χρόνων. Μια γριά με άνοια πιέζεται από την κόρη της να αφηγηθεί την παιδική της ηλικία. Ένα στέλεχος μεγάλης επιχείρησης πέφτει θύμα της κακής διάθεσης του κουρέα του. Ένας γέρος τρομπονίστας παραπονιέται για τη μείωση των καταθέσεών του τη στιγμή που κάνει έρωτα με την παχουλή και βιτσιόζα γυναίκα του
Καθημερινοί άνθρωποι, μικρά κορίτσια που ερωτεύονται τα είδωλά τους, ζευγάρια που βαριούνται ο ένας τον άλλον, αγχωμένοι υπάλληλοι εταιρειών, πωλητές που ξεσπούν στους πελάτες τους, γείτονες που ενοχλούν και ενοχλούνται, κλεφτοπορτοφολάδες και ψωνισμένοι φιγουρατζήδες, άνθρωποι που χαϊδεύουν το σκύλο τους, άνθρωποι που θέλουν να προστατευτούν από τη βροχή, πλήθη που συγκεντρώνονται για να γιορτάσουν ένα ιωβηλαίο ή να αποχαιρετήσουν έναν νεκρό, γυναίκες που προσεύχονται για τις αμαρτίες των άλλων κι άλλες που τραγουδούν κάνοντας μπάνιο. Ένα κολάζ από ζωές που αποτελούν την κοινωνία των ανθρώπων, εισβάλλοντας η μία στην άλλη με τρόπο καθοριστικό αλλά και απρόβλεπτο, μια ανθρώπινη φούγκα, ένα συνονθύλευμα ονείρων και πραγματικότητας, το τραγικό και το κωμικό των ανθρώπινων καταστάσεων.
Αυτή είναι η ταινία του Andersson. Είναι το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από μια καθαρά κινηματογραφική αφήγηση. Απελευθερωμένος από τον ρηματικό λόγο και την καθιερωμένη γραμμικότητα της αφήγησης, ο Andersson στήνει το καλλιτεχνικό του σύμπαν κάνοντας χρήση των εργαλείων που του παρέχει η τέχνη του. Σαν χαρισματικός συνθέτης, πλέκει τις εικόνες που καταγράφει η κάμερά του, πάνω στον καμβά ενός χρόνου που ο ίδιος κατασκεύασε και που γίνεται εργαλείο του για να μπορέσει να εκφράσει το όραμά του. Αυτό το καλλιτεχνικό όραμα κυριαρχεί και προβάλλεται πιο ισχυρό από τη φόρμα και τα αφηγηματικά μέσα της ταινίας, εντάσσοντας το θεατή στην πλοκή, κάνοντάς τον να μπει σιγά-σιγά στη θέση αυτών που θεώνται.
Οι ζωές των ανθρώπων ως άθροισμα των όσων πράττουν, αισθάνονται, σκέφτονται και ονειρεύονται, δεν γίνονται στην πραγματικότητα ποτέ αντιληπτές ως σύνολο. Μονάχα κάποια αποσπάσματα αυτών των ζωών είναι ορατά. Αυτά τα αποσπάσματα, σαν μουσικά μέρη που έχουν αποκοπεί από διαφορετικές συνθέσεις και ακούγονται μαζί, μπορεί να φαίνονται αλλόκοτα και αστεία, δεν απέχουν όμως από την πραγματικότητα που παρατηρούμε γύρω μας και της οποίας όλοι εμείς αποτελούμε αναπόσπαστο τμήμα. Ο Andersson αποκόπτει τμήματα από τις θλιβερές αυτές ζωές ανθρώπων που ζουν σε μια θλιβερή πόλη όπου διαρκώς βρέχει, και τα επανασυνθέτει με χιούμορ και ευαισθησία. Κανείς δεν τους καταλαβαίνει, όλα επαναλαμβάνονται μέσα στην ίδια μονοτονία και μόνο τα όνειρά τους, η τελευταία τους ευκαιρία για να πιούν σ’ ένα μπαρ που πάντα κλείνει και η ελπίδα πως αύριο θα είναι μια άλλη μέρα τους κρατάνε ζωντανούς. Τα βλέμματά τους συναντιούνται ψηλά στον ουρανό, σε κάτι ακαθόριστα καλό η κακό που μπορεί να τους καταστρέψει ή να τους λυτρώσει.
Εκπληκτική είναι η σύλληψη και η απόδοση κάποιων σκηνών, όπως αυτή του εορτασμού ενός ιωβηλαίου, του άκαμπτου και ανέκφραστου ζευγαριού που στέκεται στο παράθυρο ενός μονολιθικού και εξίσου άκαμπτου κτιρίου και το σπίτι του νιόπαντρου ζευγαριού που ταξιδεύει πάνω στις ράγες του τραίνου και σταματάει στο σταθμό όπου είναι συγκεντρωμένοι οι άγνωστοι θαυμαστές τους. Η ταινία δεν είναι εύκολη και καθόλου διασκεδαστική, αντιθέτως είναι μια ταινία που ταυτόχρονα συγκινεί, βασανίζει, μαγεύει και ανακουφίζει τον θεατή, βγάζοντας τον από την κινηματογραφική αίθουσα, έστω και ελάχιστα, αλλαγμένο.
Pingback: Roy Andersson: En duva satt på en gren och funderade på tillvaron (A Pigeon Sat on a Branch Reflecting on Existence) [2014] | stove polish