Μια κυκλική ιστορία, ένα μυθιστόρημα γραμμένο στο ρυθμό ενός ταγκό, με κάθε κεφάλαιο να προχωρεί ένα βήμα μπροστά ή ένα βήμα πίσω, με μακροσκελείς προτάσεις, σχεδόν χωρίς σημεία στίξης, με μια αφήγηση – σκυτάλη που αλλάζει χέρια, με έναν χρόνο που καταρρίπτει κάθε ανθρώπινο κανόνα που βοηθά στην κατανόησή του. Ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί δυο φορές συνεχόμενα, αφήνοντας τον αναγνώστη με μια διαφορετική εκδοχή κάθε φορά.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, καθένα από τα οποία αποτελείται από έξι κεφάλαια. Τα πρώτα έξι κεφάλαια (αριθμημένα από το I έως το VI) περιγράφουν τη ζωή και τον χαρακτήρα των λίγων εναπομεινάντων κατοίκων μιας ερημωμένης αγροτικής κολεκτίβας στην κομμουνιστική Ουγγαρία, όπου επικρατεί η φτώχεια, η εγκατάλειψη, η μιζέρια και η αθλιότητα. Όλοι θέλουν να φύγουν αλλά κάτι τους κρατάει κολλημένους εκεί. Η ασταμάτητη βροχή (σταματάει μόνο λίγο πριν το τέλος του βιβλίου) έχει μετατρέψει τα γύρω χωράφια σ’ έναν απέραντο βαλτότοπο, αφήνοντας ως μοναδικό σταθερό έδαφος έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Αυτόν τον δρόμο θα βαδίσουν όλοι οι κάτοικοι με προορισμό το πλησιέστερο μπαρ, για να περιμένουν εκεί τον Irimia, έναν μυστηριώδη πρώην κάτοικο της κολεκτίβας που οι υπόλοιποι τον θεωρούσαν νεκρό. Στην είδηση της «ανάστασης» του και της πορείας του προς την κολεκτίβα, δημιουργείται σε όλους μια προσμονή και μαζεύονται στο μπαρ για να τον υποδεχτούν (όχι ακριβώς όλοι). Η αυγή τους βρίσκει εξαντλημένους, μετά από μια ολόκληρη νύχτα συζητήσεων, άφθονου αλκοόλ και χορού. Ενός τρελού χορού, στο ρυθμό ενός ταγκό που παιζόταν το ίδιο ξανά και ξανά (χωρίς να το παρατηρήσει κανείς). Είναι το ταγκό του Σατανά, απ’ το οποίο προέκυψε και ο τίτλος του βιβλίου.
Στο δεύτερο μέρος (τα κεφάλαια του οποίου είναι αριθμημένα από το VI έως το I) εμφανίζεται στο μπαρ ο Irimia με τον σύντροφό του Petrina, φέρνοντας την είδηση του θανάτου ενός καθυστερημένου κοριτσιού που ζούσε στην κολεκτίβα (αυτοκτόνησε παίρνοντας ποντικοφάρμακο). Μπαίνοντας στο ρόλο του ηγέτη ή του μεσσία, βγάζει ένα λόγο όπου τους μιλάει για λύπη, ενοχή, ελπίδα και λύτρωση, για να καταλήξει στην υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον σε κάποιον άλλο τόπο όπου σκοπεύει να τους οδηγήσει. Όλοι τον υπακούν (είτε τον πιστεύουν είτε όχι) και είναι έτοιμοι να τον ακολουθήσουν, προσφέροντάς του για τον σκοπό αυτό τις οικονομίες ενός χρόνου δουλειάς. Μαζεύουν τα πράγματά τους και συγκεντρώνονται στο σημείο που τους υπέδειξε και καθώς εκείνος καθυστερεί, αρχίζουν να αμφιβάλλουν για την αλήθεια των υποσχέσεών του.
Διάβασα κριτικές και σχόλια που σχετίζουν το Satantango με το “περιμένοντας τον Γκοντό” του Becket ή με τις “νεκρές ψυχές” του Gogol, όμως εμένα το βασικό θέμα του Satantango με πήγε για λίγο και στο “περιμένοντας τους βαρβάρους” του Καβάφη. Η πλοκή γύρω από την είδηση της άφιξης του Irimia ή αντίστοιχα αυτής των «βαρβάρων», εκφράζει την ανάγκη των ανθρώπων να ελπίζουν σε κάτι. Όπως και για τους βαρβάρους, όλοι γνωρίζουν ότι ο Irimia είναι ένας απατεώνας. Στην πραγματικότητα δεν πιστεύουν ότι θα τους σώσει (γι’ αυτό και τον αμφισβήτησαν αμέσως όταν εκείνος καθυστέρησε να εμφανιστεί) ή δεν πιστεύουν ότι μπορούν στ’ αλήθεια να λυτρωθούν ή και να μην θέλουν το είδος της λύτρωσης που τους προτείνει. Ο Futaki, πρώτος, συνειδητοποιεί την αθλιότητα αυτής της “τυφλής και αβέβαιης γρήγορης φυγής προς το άγνωστο”. Συνειδητοποιεί πως βρέθηκε πάνω σ’ ένα σαραβαλιασμένο φορτηγό που ξεφύτρωσε από το πουθενά, να τρέχει πάνω σ’ ένα δρόμο που κανείς δεν γνωρίζει που οδηγεί. Την επαύριο θα ξυπνούσε σ’ ένα ανοίκειο δωμάτιο όπου δεν θα ήξερε τι τον περιμένει και όλο αυτό θα το είχε καθορίσει ο ίδιος. Επιπλέον, συνειδητοποιεί ότι η πίστη του στον Irimia κλονίστηκε τη στιγμή που εκείνος εμφανίστηκε στην είσοδο του κτήματος. “Ίσως, αν δεν είχε επιστρέψει, θα υπήρχε ακόμα κάποια ελπίδα…Αλλά τώρα;”
Αυτό που ουσιαστικά ζητούν είναι ένα λόγο για να κρατιούνται ζωντανοί, κάτι να περιμένουν, κάτι για το οποίο θα πρέπει να προετοιμαστούν, να στολιστούν, να συγκεντρωθούν όλοι μαζί, κάτι που θα τους ενώσει σ’ έναν μεθυσμένο, έναν ξέφρενο χορό όπου θα μοιραστούν την αγωνία τους και τον φόβο του θανάτου, ενός θανάτου που δεν είναι τόσο ένα καθορισμένο τέλος, όσο η προειδοποίηση γι’ αυτό, η κόλαση της καθημερινής, αδιαφοροποίητης και θλιβερής ζωής τους, όπως αυτή αντανακλάται στην ασταμάτητη βροχή, το λασπωμένο τοπίο και τους τοίχους των κτιρίων που καταρρέουν.
“Suddenly there was a sour taste on his tongue and he thought it was death. Ever since the works had been split up, since people had been in as much of a rush to get away as they had been to come here, and since he –along with a few families, and the doctor, and the headmaster who, like him, had nowhere to go –had found himself unable to move, it had been the same, day after day, tasting the same narrow range of food, knowing that death meant getting used to, first the soup, then to the meat dishes, then, finally, to go on to consuming the very walls, chewing long laborious mouthfuls before swallowing, slowly sipping at the wine rarely enough set in front of him, or the water. He sometimes felt an irresistible desire to break off a chunk of nitrous plaster in the machine hall of the old enginehouse where he lived and to cram it into his mouth so that he might recognize the taste of the Vigilance! Sign among the disturbing riot of normally ordered flavors. Death, he felt, was only a kind of warning rather than a desperate and permanent end.”
Η στιγμή της κορύφωσης (το ταγκό του Σατανά) θα τους απελευθερώσει απ’ όλες εκείνες τις σταθερές αξίες (την περηφάνια, την τιμή και το κουράγιο) που τους βοηθούσαν να επιβιώνουν, βάζοντας τάξη στο χάος της ύπαρξής τους. Θα απογυμνωθούν εντελώς και, έστω και για λίγη ώρα, θα υπάρξουν πραγματικά ελεύθεροι.
“The grave words rang mournfully through the bar: it was like the continuous tolling of furiously beaten bells, the sound of which served less to direct them to the source of their problems than simply to terrify them. The company -their faces reflecting the terrible dreams of the night before, choked up with memories of foreboding images between dreams and waking- surrounded Irimias, anxious, silent, spellbound, as if they had only just woken, their clothes rumpled, their hair tangled, some with the pressure marks of pillows still on their faces, waiting benumbed for him to explain why the world had turned upside down while they were sleeping…it was all a terrible mess.”
Στη δεύτερη ανάγνωση (που αρχίζει από το κεφάλαιο I του δεύτερου μέρους του βιβλίου), κεντρικός αφηγητής είναι ο γιατρός. Ένας αλκοολικός, μοναχικός και μανιώδης με την τάξη άνθρωπος, που παρατηρεί τις ζωές όλων των κατοίκων της κολεκτίβας από το παράθυρο του σπιτιού του. Καταγράφει με λεπτομέρειες όλες τις κινήσεις τους σε ξεχωριστούς φακέλους που διατηρεί για κάθε έναν απ’ αυτούς, δεν περιμένει τον Irimia στο μπαρ και δεν εγκαταλείπει το σπίτι του, όπως όλοι οι άλλοι, με την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Στο πρόσωπο του γιατρού βλέπουμε τον ίδιο τον συγγραφέα, αυτόν που επιλέγει την συγγραφή (την δημιουργία μέσω της τέχνης) σαν λύτρωση, σαν τον μοναδικό δρόμο σε μια ζωή αδιέξοδη κατά τ’ άλλα. Αυτός, μέσα από τις εμμονές τους και τις κοπιαστικές του προσπάθειες, πλάθει τον κόσμο με τα δικά του χέρια, όχι για να τον κάνει καλύτερο αλλά για να μπορέσει να τον βάλει σε τάξη και να τον ερμηνεύσει.
“He gazed sadly at the threatening sky, at the burned-out remnants of a locust-plagued summer, and suddenly saw on the twig of an acacia, as in vision, the progress of spring, summer, fall and winter, as if the whole of time were a frivolous interlude in the much greater spaces of eternity, a brilliant conjuring trick to produce something apparently orderly out of chaos, to establish a vantage point from which change might begin to look like necessity…and he saw himself nailed to the cross of his own cradle and coffin, painfully trying to tear his body again, only, eventually, to deliver himself –utterly naked, without identifying mark, stripped down to essentials- into the care of the people whose duty it was to wash the corpses, people obeying an order snapped out in the dry air against a background loud with torturers and flayers of skin, where he was obliged to regard the human condition without a trace of pity, without a single possibility of any way back to life, because by then he would know for certain that all his life he had been playing with cheaters who had marked the cards and who would, in the end, strip him even of his last means of defense, of that hope of someday finding his way back home.”