Η πλωτή όπερα του John Barth


Δεύτερη ανάγνωση της «πλωτής όπερας» του John Barth, δεκατρία χρόνια μετά. Για δεύτερη φορά απόλαυσα αυτή τη χορταστική, γεμάτη σαρκασμό και χιούμορ, αφήγηση. Είναι από εκείνα τα βιβλία που δεν μπορείς να τα διακόψεις, όχι γιατί “διαβάζονται εύκολα” (συγκεκριμένα δεν “διαβάζεται” αλλά το διαβάζεις με κόπο και επιμονή), αλλά γιατί σε απομονώνουν σε ένα διαφορετικό σύμπαν από το οποίο δεν επιθυμείς να βγεις.

 Αφηγητής είναι ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Todd Andrews, ένας μεσήλικας δικηγόρος (γύρω στα πενήντα) που ζει στο Maryland των Ηνωμένων Πολιτειών, και αποφασίζει να γράψει για τη μέρα που θεωρεί ότι υπήρξε η σημαντικότερη της ζωής του. Πρόκειται για την 20η ή 21η Ιουνίου (δεν είναι σίγουρος για την ακριβή ημερομηνία) του 1937, όπου ο Todd ήταν 37 ετών. Όλα τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια μίας και μόνο ημέρας, εκείνης που πήρε την απόφαση να αυτοκτονήσει.

Ο Todd περιγράφει πως κάποια τυχαία γεγονότα, όπως η πρώτη του σεξουαλική εμπειρία, ο φόνος ενός γερμανού στρατιώτη κατά τη διάρκεια του πολέμου, η ανακάλυψη ότι  πάσχει από μυοκαρδίτιδα (με κίνδυνο να πεθάνει από στιγμή σε στιγμή), η αυτοκτονία του πατέρα του για άγνωστες σ’ αυτόν αιτίες, και η συμμετοχή του σε ένα ερωτικό τρίγωνο, καθόρισαν την πορεία της ζωής του και των σκέψεών του, μέσα από τα διαφορετικά προσωπεία που φοράει κάθε φορά. Μετά την ανακάλυψη της αρρώστιας του και την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο υιοθετεί τη νοοτροπία του γλεντζέ, μετά την αυτοκτονία του πατέρα του φοράει το προσωπείο του αγίου, εργαζόμενος στο δικηγορικό γραφείο του και αφιερώνοντας ώρες στην «έρευνά» του. Μετά τη διακοπή της ερωτικής του σχέσης με τη γυναίκα του φίλου του φοράει το προσωπείο του κυνικού. Κάθε φορά, κάποιο τυχαίο γεγονός τον οδηγεί στο να φορέσει ένα συγκεκριμένο προσωπείο το οποίο στη συνέχεια δικαιολογεί, σηματοδοτώντας με τον τρόπο αυτό τα στάδια της πνευματικής του εξέλιξης. Έτσι καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ανθρώπινες συμπεριφορές καθορίζονται από τυχαία περιστατικά και δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές με τη βοήθεια της λογικής. Το παράδοξο είναι ότι παρά την άποψή του αυτή, ο αφηγητής εμφανίζεται εξαιρετικά λογικός και αναλυτικός (έχει ένα συγκεκριμένο καθημερινό πρόγραμμα το οποίο ακολουθεί πιστά ακόμα και τη μέρα που αποφασίζει ότι θα είναι η τελευταία του, χειρίζεται με σαφήνεια και μεθοδικότητα τις νομικές του υποθέσεις και προσπαθεί για να μην είναι απολύτως συνεπής) Ο λόγος που αποφασίζει να αυτοκτονήσει είναι επειδή δεν μπορούσε να σκεφτεί καμία λογική εξήγηση στο να παραμένει ζωντανός. Εκείνη τη μέρα ανακαλύπτει ότι τίποτα δεν έχει εγγενή αξία και ότι οι άνθρωποι είναι αυτοί που αποδίδουν αξία στα πράγματα για λόγους που είναι πάντοτε εν τέλει παράλογοι.

Ο Barth χαρακτήρισε το μυθιστόρημα αυτό ως “μια μηδενιστική κωμωδία που εκτυλίσσεται σε ένα σχετικά ρεαλιστικό πλαίσιο”. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα έργο που συγκεντρώνει πλήθος μεταμοντέρνων στοιχείων. Ο Todd Andrews φαντάζεται την πλωτή όπερα σαν ένα πλωτό ανοιχτό κατάστρωμα που θα κινείται κατά μήκος ενός ποταμού και επάνω του θα παίζεται ένα θεατρικό έργο εις το διηνεκές. Οι θεατές, που θα στέκονται στις δύο όχθες του ποταμού, θα πιάνουν μόνο κάποια κομμάτια της πλοκής και τα υπόλοιπα θα πρέπει να τα ανασυνθέσουν με τη φαντασία τους ή ρωτώντας αυτούς που βρίσκονται παρακάτω. Στην ίδια ακριβώς λογική είναι στημένη και η αφήγηση στην “πλωτή όπερα” του Barth. Η εξιστόρηση των γεγονότων της 21ης Ιουνίου του 1937 δεν παρουσιάζεται σαν μια αντικειμενική καταγραφή αλλά σαν μια εκδοχή της πραγματικότητας, όπως θυμάται να την βίωσε ο Todd δέκα χρόνια μετά. Αντίστοιχα, δεν υπάρχει συνέχεια και αντικειμενικότητα στα γεγονότα που καθόρισαν την μέχρι τότε ζωή του, τη στιγμή που αυτά παρουσιάζονται αποσπασματικά και βάσει της δικής του βιωματικής αντίληψης. Η οπτική του αφηγητή της ιστορίας διαφοροποιείται από αυτή του κεντρικού ήρωα, μια και ο δεύτερος (ο πενηντάχρονος Todd) είναι ο άνθρωπος όπως διαμορφώθηκε μετά την κρίσιμη μέρα της αλλαγής του, είναι αυτός που τελικά επέλεξε να ζήσει, και τα γεγονότα που περιγράφει φιλτράρονται μέσα από το δικό του σημείο θέασης. Μέσα από αυτό το χτίσιμο της αφήγησης, ο Barth υποδηλώνει την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στα γεγονότα και την ερμηνεία τους και εκφράζει την αδυναμία να οριστεί η πραγματικότητα με βάση μια ενιαία συνείδηση και ένα αδιάσπαστο υποκείμενο. Η μεταφορά της πλωτής όπερας παραπέμπει στην ανολοκλήρωτη αυτή πλοκή όπου οι αναγνώστες καλούνται να συμπληρώσουν (με τη φαντασία τους) τα “απόντα” κομμάτια της.

Η αδυναμία του αφηγητή να παρουσιάσει την πραγματικότητα, η αστάθεια των ερμηνειών του, η αδύνατη μνήμη του και η απόκρυψη σημαντικών πληροφοριών από τον αναγνώστη, είναι στοιχεία που συνθέτουν την παραδοξολογία στη γραφή του Barth. Ο αναγνώστης δεν ακολουθεί έναν αξιόπιστο αφηγητή, αλλά κάποιον που προβάλλει τις αντιφάσεις του εαυτού του και του κόσμου, χωρίς ο ίδιος να μπορεί να τις αξιολογήσει. Χαρακτηριστική είναι η αντίφαση που υπάρχει σε κάποιες από τις εμμονές του Todd: από τη μία πληρώνει κάθε μέρα το ξενοδοχείο όπου μένει μόνιμα (σκεπτόμενος ότι δεν θα ζει την επόμενη), κι από την άλλη διεξάγει μια έρευνα που θα συνεχίζεται για πάντα. Ο Barth καθιστά τον αφηγητή του αναξιόπιστο, θέλοντας να τονίσει ιδιαίτερα το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στα γεγονότα και την υποκειμενική άποψη, ένα χάσμα που καθιστά και την «έρευνά» του ατέρμονη αφού στόχος της είναι να αιτιολογήσει την αυτοκτονία του πατέρα του. Όμως «το ανέφικτο ενός στόχου δεν συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να δουλεύουμε προς επίτευξή του.»

Advertisement
This entry was posted in Readings and tagged , , , , . Bookmark the permalink.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s