Μια μέρα -η τελευταία- από τη ζωή του Αντόνιο, ενός 80χρονου συγγραφέα που πάσχει από την καρδιά του. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι με ορό περιμένει, από ώρα σε ώρα, την επίσκεψη του γιού του, διάσημου πιανίστα που ζει στην Ευρώπη και έχει χρόνια να γυρίσει στον τόπο του. Η μέρα του Αντόνιο ξεκινάει με ένα παράξενο όνειρο, μια ανάμνηση από την παιδική του ηλικία. Η οικονόμος και η νοσοκόμα του τον φροντίζουν ενώ κάνουν παράλληλα όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για την άφιξη του γιού. Ο Αντόνιο δέχεται την επίσκεψη του γιατρού και φίλου του, που τον εξετάζει και μιλούν για λογοτεχνία. Πριν φύγει του κάνει δώρο μια πρώτη έκδοση ενός βιβλίου του Μπόρχες, που ο ίδιος ο Μπόρχες είχε δωρίσει στον Αντόνιο. Κάτω ένας τεχνικός επιδιορθώνει ένα παλιό πιάνο, ώστε να είναι έτοιμο πριν έρθει ο γιος. Ο Αντόνιο σηκώνεται, παίρνει στο χέρι του τον ορό του, φοράει το σακάκι του και το πάναμα καπέλο του και βγαίνει έξω στα κτήματά του. Περπατάει αργά και απολαυστικά στην υπέροχη φύση, βλέπει το περιβόλι του, τα άλογα, τα χορτάρια, κατουράει με χαρά στο χώμα, μέχρι που κουράζεται και πέφτει κάτω. Δυο νέες γυναίκες τον βρίσκουν και ειδοποιούν τους δικούς του για να τον μεταφέρουν στο σπίτι του. Λίγη ώρα μετά φτάνει και ο γιός του με τη φίλη του. Ο Αντόνιο παραγγέλνει από το κελάρι μια παλιά καλή σαμπάνια για να κάνει πρόποση. Λίγη ώρα μετά πεθαίνει.
Αυτή η τόσο σύντομη πλοκή γίνεται μια υπέροχη, ποιητική ταινία στα χέρια ενός καλλιτέχνη σαν τον Carlos Sorin. Όπως και στο “Historias minimas“, η ματιά του διεισδύει στα στοιχεία εκείνα που καμιά περιγραφή δεν μπορεί να αποκαλύψει και χρησιμοποιώντας την τέχνη του, τα αναδεικνύει και τα απογειώνει. Και αυτό το κάνει με τον πιο σεμνό και συγκρατημένο τρόπο, με μια απαράμιλλη διακριτικότητα στους συμβολισμούς του που προκαλούν τον θεατή να συμμετέχει με τη φαντασία του στην ταινία.
Η ταινία ξεκινάει με το όνειρο του Αντόνιο, ένα ασπρόμαυρο ταινιάκι, σαν λήψη με παλιά κινηματογραφική κάμερα που δείχνει, μέσα από τα μάτια του Αντόνιο όταν ήταν παιδί, το παιδικό του δωμάτιο και την μητέρα του να εισέρχεται μέσα σ’ αυτό για να του συστήσει την καινούρια του γκουβερνάντα. Ακούγεται ο ήχος της κινηματογραφικής μηχανής και η μουσική από το πάρτι των γονιών του. Το όνειρο ξεκινάει εντελώς φλου και με ένα fade-in γίνεται πιο νετ. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κλείνει η ταινία, μόνο που εκεί γίνεται ένα fade-out και το φιλμάκι που περιγράφει το όνειρο σβήνει, όπως και η ζωή του Αντόνιο που κλείνει τα μάτια του στην προσμονή ενός τελευταίου φιλιού.
Οι λεπτομέρειες, οι λεπτές αποχρώσεις που με τόσο ποιητικό τρόπο παρουσιάζει ο σκηνοθέτης, είναι η ουσία όλης της ταινίας, με αποτέλεσμα η ελάχιστη αυτή ιστορία να μετατρέπεται σε ένα έργο τέχνης. Η ταινία δεν είναι απλά η τελευταία μέρα της ζωής του Αντόνιο, αλλά η παγιδευμένη μέλισσα που τον σηκώνει από το κρεβάτι του για να την ελευθερώσει, το απολαυστικό κατούρημα στο χώμα, τα παιδικά στρατιωτάκια που βρέθηκαν παγιδευμένα στις χορδές του πιάνου και που καμιά στιγμή δεν ξεκαθαρίζεται το πως βρέθηκαν εκεί, ο ήχος της μέλισσας που ξανακούγεται όταν ο Αντόνιο ξαναγυρίζει στο κρεβάτι του και οι χτύποι του ρολογιού που μετρούν αντίστροφα το χρόνο της ζωής του που εκείνες τις τελευταίες στιγμές γίνεται τόσο σημαντικός.