Με το βιβλίο αυτό, ο Barth αποδομεί και επανασυνθέτει ένα από τα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: «τα επτά ταξίδια του Σεβάχ του θαλασσινού» από τις «χίλια και μία νύχτες». Στη νέα αυτή απόδοση, ο συγγραφέας ξαναγράφει αυτό το τόσο γνωστό παραμύθι, προκειμένου να συμπεριλάβει τη δική του ματιά πάνω στα υπαρξιακά ερωτήματα που βασανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο αλλά και το ρόλο που παίζει η τέχνη (εδώ η αφηγηματική τέχνη) στη ζωή του. Το θέμα της αφηγηματικής τεχνικής και του ρόλου που έχει ένας συγγραφέας μέσα στα βιβλία του έχει απασχολήσει τον Barth καθ’ όλη την πορεία της συγγραφικής του δραστηριότητας.
Στα πρώτα δύο κεφάλαια οριοθετείται ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο ο συγγραφέας θα αναδιπλώσει στη συνέχεια τα νήματα της αφηγηματικής του πλοκής. Ο κεντρικός ήρωας και κεντρικός αφηγητής του βιβλίου, ο Σάιμον Γουίλιαμ Μπέλερ, βρισκόμενος στο τέλος της ζωής του, αρχίζει να διηγείται στη γιατρό του την ιστορία του, φαινομενικά για να αποδείξει ότι έχει «σώας τας φρένας», στην ουσία επιδιώκει μέσα από την αφήγηση αυτή να ανακαλύψει την πραγματική του ταυτότητα. Ξεκινάει λοιπόν αφηγούμενος μια ιστορία για τον θάνατο της Σεχραζάτ, που γερασμένη πια και έχοντας χάσει όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα, διαπραγματεύεται με τον ίδιο το θάνατο προκειμένου να την πάρει κι εκείνη. Σε αντάλλαγμα του προσφέρει την αφήγηση μιας πρωτάκουστης ιστορίας, μιας ιστορίας που ο θάνατος δεν θα την έχει ξανακούσει. Ο θάνατος, όπως και ο βασιλιάς Σαχριγιάρ πριν πεθάνει, αμφιβάλει ότι υπάρχει κάποια ιστορία που να μην την έχει ακούσει. Κατά τον ίδιο τρόπο αμφιβάλλει και η γιατρός του Σάιμον Μπέλερ όταν εκείνος επιμένει να της πει μια ιστορία για την Σεχραζάτ: «τις έχω ακούσει όλες» θα ισχυριστούν. Ναι, καμιά ιστορία δεν είναι πρωτάκουστη, όμως και καμιά δεν μοιάζει με ότι έχει μέχρι τώρα ειπωθεί. Μέσα σ’ αυτές τις πρώτες σελίδες, ο Μπαρθ εξηγεί την ανάγκη του να γράψει ένα μυθιστόρημα λέγοντας ξανά την ιστορία του Σεβάχ του θαλασσινού:
«Μια ιστορία που λέγεται πρώτη φορά είναι σαν παρθένα νύφη, μας παρασύρει τόσο η φρεσκάδα της, ώστε δεν ενδιαφερόμαστε για το παρουσιαστικό της. Μια καλή ιστορία που ξαναλέγεται είναι σαν πολυαγαπημένη σύζυγος ή πολύτιμη ερωμένη, την τέχνη της οποίας απολαμβάνουμε επειδή δεν μας αποσπά κάποια πρωτοτυπία.»
Έτσι ξεκινάει η αφήγηση της γερασμένης Σεχραζάτ, που δεν είναι παρά η αφήγηση μέσα στην αφήγηση του Σάιμον Μπέλερ. Η Σεχραζάτ, ως αφηγηματικό πρόσωπο και αφηγήτρια ταυτόχρονα, αφηγείται στο θάνατο την ιστορία των επτά ταξιδιών του «Κάποιου, του Ακόμη Ναυαγού», δηλαδή του Σάιμον Μπέλερ, που στην πορεία του βιβλίου, γίνεται από κεντρικός αφηγητής το κεντρικό αφηγηματικό πρόσωπο της ιστορίας της Σεχραζάτ, που αφηγείται κι αυτός με τη σειρά του την ιστορία του εαυτού του.
Οι δύο κεντρικοί αφηγητές στην ιστορία της Σεχραζάτ είναι ο Σεβάχ ο θαλασσινός (ο γνωστός ήρωας από τις «χίλιες και μία νύχτες») και ο «Κάποιος, ο Ακόμη Ναυαγός», οι οποίοι σε έξι συνεχόμενα βράδια και κατά τη διάρκεια των έξι δείπνων που παραθέτει ο πρώτος, αφηγούνται την ιστορία των έξι ταξιδιών τους. Τα ταξίδια του Σεβάχ ελάχιστα διαφέρουν από αυτά που διαβάσαμε στο γνωστό βιβλίο, ενώ τα πρώτα τέσσερα ταξίδια του «Κάποιου» είναι οι σταθμοί κατά την πορεία της ενηλικίωσης του Σάιμον Γουίλιαμ Μπέλερ που γεννήθηκε το 1930 στο ανατολικό Ντόρσετ του Μέριλαντ. Τα τέσσερα αυτά ταξίδια (που ξεκινούν από την ημέρα των γενεθλίων του) συνοδεύονται από ένα ρολόι (δώρο κι αυτό για κάποια γενέθλια). Έχοντας συμβολική σημασία, τα ρολόγια αυτά δεν χαλάνε, απλά τα αφήνει στην άκρη για το επόμενο, το μόνο που καταστρέφεται είναι αυτό που τον συνόδευε στο τρίτο ταξίδι του (δώρο της γυναίκας του Τζέιν). Το πέμπτο ταξίδι του ξεκινάει στον κόσμο του μεσαιωνικού Ισλάμ, όπου βρίσκεται δίπλα στον Σεβάχ τον θαλασσινό και στην κόρη του Γιασμίν.
«Το δικό μου πέμπτο ταξίδι είχε αρχίσει στο καμπούνι του διάσημου πια Ζαχίρ, όπου φάνηκε ότι ξαναζωντάνεψα σ’ ετούτο τον απίθανο κόσμο, αφού πρώτα πνίγηκα στον μόλις πιο πιθανό δικό μου.
Ήταν σαν να είχα ξαναγεννηθεί, ενήλικας και μεσόκοπος, ανάμεσα σε δύο τυχαίες σελίδες του Χίλιες και μία νύχτες!»
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, ο Κάποιος αλλάζει αρκετά ονόματα (τα οποία συνοδεύουν συνήθως κάποια καινούρια του ιδιότητα) ενώ μέχρι το τέλος θα παραμείνει άγραφη η ασημένια του ταυτότητα, μια ταυτότητα που του δόθηκε άγραφη σε κάποια γενέθλια μέχρι να αποφασίσει το όνομα που θα χαράξει. Αυτή η ταυτότητα, τα διάφορα ονόματα και τα διάφορα ρολόγια συμβολίζουν την αναζήτηση του πραγματικού εαυτού και τη σχέση του συγγραφέα με το παρελθόν του. Η αναζήτηση είναι διαρκής και γίνεται μέσα από την αφήγηση ιστοριών. Κάθε τι που τον σημάδεψε παραμένει δυνατό μέσα του, όχι σαν ένα κομμάτι του παρελθόντος που πέρασε αλλά σαν ένας χώρος στον οποίο μπορεί πάντα να επιστρέφει.
Ο Μπαρθ, μέσα στο πλαίσιο της μυθιστορηματικής του πλοκής, καταθέτει όλα τα ερωτήματα που τον απασχολούν με κύριο αυτό της μάταιης και διαρκούς προσπάθειας του ανθρώπου να καθορίσει την ταυτότητά του. Παράλληλα προβληματίζεται για τη φύση και την προοπτική της μυθοπλασίας, αποδομεί την παραδοσιακή πλοκή ενός κλασικού έργου και ενσωματώνει μέσα της μια πολλαπλότητα αφηγηματικών φωνών, θέλοντας έτσι να τονίσει την πολλαπλότητα της πραγματικότητας. Οι αφηγητές είναι ταυτόχρονα και ακροατές και αφηγηματικά πρόσωπα και ο ίδιος ο συγγραφέα συμμετέχει στην πλοκή καταθέτοντας ανοιχτά τις σκέψεις του. Όλη η αφηγηματική τεχνική του Μπαρθ αναπτύσσεται μέσα στα κεφάλαια του βιβλίου του και κυρίως στα ιντερλούδια αυτών.
Ο συγγραφέας, η Σεχραζάτ από τις χίλια και μία νύχτες, η γερασμένη Σεχραζάτ του Μπαρθ και ο Σάιμον Μπέλερ επιδιώκουν μέσα από τις ιστορίες τους να περάσουν στην άλλη πλευρά, να κερδίσουν τη ζωή τους και το θάνατό τους, να φτάσουν στην ουτοπική Σερεντίμπ. Στο τελευταίο κεφάλαιο αποκαλύπτεται ότι η γερασμένη Σεχραζάτ ολοκλήρωσε το στόχο της και έφτασε έτσι στο αφηγηματικό της τέλος. Η ιστορία αναποδογύρισε στην πορεία, γιατί κανείς δεν μπορεί να φτάσει στη Σερεντίμπ χαράζοντας πορεία προς το μέρος της, γιατί «η σωστή απάντηση αλλάζει συνεχώς». Κι έτσι ο αφηγητής ή ο συγγραφέας θα συνεχίσει την πορεία του με την αγέννητη δίδυμη αδερφή του, τον ιδανικό ακροατή ή αναγνώστη που θα του δείξει το δρόμο, για να μάθει πιο είναι το πραγματικό του όνομα.
Εικ.: Mark Chagall, four tales from the Arabian Nights