Κάπως ανάποδα, ξεκίνησα να διαβάζω τα μυθιστορήματα του Saul Bellow, μια και “η Μοναδική” είναι ένα από τα τελευταία που έγραψε και, εξ’ όσων γνωρίζω, όχι από τα πιο σπουδαία του.
Στο σύντομο όμως αυτό μυθιστόρημα, ο Bellow περιγράφει τους χαρακτήρες του μ’ έναν μοναδικό τρόπο. Κανένας από αυτούς δεν είναι αδιάφορος ή ασήμαντος, καμιά σκιά δεν πέφτει επάνω τους, ώστε να κρύψει πτυχές της προσωπικότητας και της ψυχοσύνθεσής τους. Όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται μας παρουσιάζονται σχεδόν διάφανα, γνωρίζουμε τον χαρακτήρα τους, τις σκέψεις τους, τις αδυναμίες τους, τα συναισθήματά τους, ακόμα και την ανατομία τους, τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους και τις γκριμάτσες που παίρνουν σε κάποιες περιστάσεις. Κανένας δεν βρίσκεται εκεί μόνο και μόνο για να σπρώξει την πλοκή ή να αιτιολογήσει κάτι άλλο.
Ο αφηγητής, ο Χάρυ Τρέλμαν, είναι αυτός μέσω του οποίου ο Bellow επιτυγχάνει τα εξαίρετα αυτά ψυχογραφήματά του. Μεσήλικας και συνταξιούχος, έχοντας ζήσει και εξελιχθεί επιχειρηματικά για κάποια χρόνια στην Άπω Ανατολή, επιστρέφει στο Σικάγο, όπου, αποδεχόμενος την πρόταση ενός υπερήλικα δισεκατομμυριούχου Εβραίου, του Ζίγκμουντ Αντλέτσκι, γίνεται μέλος του τραστ των εγκεφάλων του, γίνεται δηλαδή σύμβουλός του σε θέματα που αφορούν την κοινωνική ζωή.
«Ένα έμαθα από τις επαφές μου με το γέρο: ο τόσο βαθύς πλούτος αδυνατεί να έχει επαρκή ανθρώπινη αντιστοίχηση.»
Μέσω του ενενηντάχρονου Αντλέτσκι, ο Τρέλμαν ξανασυναντά την Έιμυ Γούστριν, τον πρώτο έρωτα της ζωής του, από τα σχολικά του κιόλας χρόνια. Ο Χάρυ δεν έπαψε ποτέ όλα αυτά τα χρόνια να είναι ερωτευμένος μαζί της και μάλιστα η Έιμυ δεν έπαψε ποτέ να είναι γι’ αυτόν «η μοναδική» γυναίκα της ζωής του (ο αγγλικός τίτλος “the actual” αποδίδει πολύ καλύτερα την ιδιότητα της Έιμυ ως τον έρωτα που είναι πραγματικός, που υπάρχει μέχρι σήμερα).
«Οι άλλες γυναίκες ήταν απλά φαντάσματα. Εκείνη, μονάχα εκείνη, δεν ήταν.»
Στα χρόνια που μεσολάβησαν υπήρξαν και οι δύο παντρεμένοι, η Έιμυ μάλιστα δύο φορές, τη δεύτερη με τον Τζέυ Γούστριν, τον καλύτερο φίλο του Χάρυ από το γυμνάσιο. Ο Χάρυ, προσεγγίζοντας με πολύ αργά βήματα την Έιμυ, έχασε την ευκαιρία της ζωής του να είναι μαζί της, μια ευκαιρία που την είχε δημιουργήσει ο Τζέυ πριν παντρευτούν. Ο Τζέυ θα είναι αυτός που, όντας νεκρός, θα ξαναδημιουργήσει την ευκαιρία αυτή. Το νεκροταφείο, όπου πραγματοποιείται η εκταφή του, γίνεται το αλλόκοτο σκηνικό όπου ο Χάρυ κάνει πρόταση γάμου στην Έιμυ.
Οι χαρακτήρες του Bellow είναι παράδοξοι και κωμικοί, οδηγώντας την ελάχιστη αυτή πλοκή του βιβλίου σε κωμικές καταστάσεις. Ο Τζέυ αγοράζει τον τάφο του πατέρα της Έιμυ και θάβεται μαζί με τη μητέρα της, για να ξεθαφτεί λίγο μετά το θάνατό του και να μετακινηθεί αλλού από την ίδια την Έιμυ.
«Ήταν η θεατρική επιθυμία του Τζέυ Γούστριν να ξαναβγεί από τον τάφο. Γι’ αυτό είχε κάνει τη συμφωνία με τον πατέρα της Έιμυ.»
Η Ματζ Χάισιντζερ, σύζυγος του πολυεκατομμυριούχου Μπόντο Χάισιντζερ, έμεινε τρία χρόνια στη φυλακή γιατί είχε προσπαθήσει να οργανώσει το φόνο του συζύγου της. Μετά την αποφυλάκισή της ο σύζυγός της τη συγχωρεί και τη δέχεται ξανά κοντά του. Εκείνη προσπαθεί να πουλήσει τα έπιπλα του σπιτιού της, ώστε να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα χρήματα για μια επιχείρηση που θα γράψει στο όνομα του δολοφόνου που είχε προσλάβει για το φόνο του άντρα της. Με τον τρόπο αυτό θα τον αποζημίωνε για τα χρόνια της φυλάκισής του.
Ο Χάρυ Τρέλμαν δεν αποκαλύπτει ποτέ τα όσα νιώθει. Είναι κλειστός και περίεργος, δεν μοιάζει με τους άλλους ανθρώπους, τους οποίους αντιμετωπίζει με ένα είδος σνομπισμού. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τον κάνουν να μοιάζει με ασιάτη. Είναι σαν να φοράει μια κινέζικη μάσκα, μια μάσκα που τον βοηθάει να κρύβει από τους άλλους τον αληθινό του εαυτό και να στέκεται απέναντί τους σαν ένας εξαιρετικός παρατηρητής. Η μάσκα αυτή καθορίζει εν τέλει τη συμπεριφορά του, γίνεται κομμάτι της προσωπικότητάς του, γίνεται κατά κάποιον τρόπο το πεπρωμένο του. Όμως προς το τέλος της ζωής του, και στο τέλος του μυθιστορήματος, ο Χάρυ Τρέλμαν που είναι και ο αφηγητής, αποφασίζει να βγάλει τη μάσκα του και διαλέγει τη ζωή. Αποφασίζει να εγκαταλείψει τη θέση του παρατηρητή (και του αφηγητή) της ζωής του και των ζωών των άλλων, για να συμμετάσχει ολοκληρωτικά στο πρόσκαιρο και το μαγικό που συμβαίνει γύρω του.
«Είμαστε, πρόσκαιρα, οι ζωντανοί, οι ακρωτηριασμένοι, οι ελαττωματικοί. Και σήμερα, κάτω από παράξενες συνθήκες, στη λιμουζίνα ενός πολυεκατομμυριούχου με φιμέ παράθυρα, με μια κεραία τηλεόρασης σε σχήμα μπούμερανγκ στο πίσω καπό. Και ακολουθώντας τα απομεινάρια ενός παλιού φίλου ο οποίος, για ένα διάστημα (δύο ωρών) είχε κανονίσει να το σκάσει από τον τάφο.»
«Βγήκα από τον εαυτό μου και κοίταξα το πρόσωπο της Έιμυ. Κανείς άλλος άνθρωπος στη γη δεν είχε τέτοια χαρακτηριστικά. Κι αυτό ήταν το πιο εκπληκτικό πράγμα στη ζωή του κόσμου μας.»
Εικ.: Andre Kertesz, My Elizabeth, Paris 1931