“Και εκεί που θωρούσε αφηρημένα πέρα από ένα μακρύ διάδρομο με κατεψυγμένα τρόφιμα και πέρα από ταμεία τη σκοτεινή λάμψη που έβγαζαν οι βιτρίνες του τέλους, είδε τον εαυτό της να εισχωρεί σε μια στιγμή αναμφισβήτητης διορατικότητας, σπάνια στη ζωή της, που την αναγνώρισε όμως. Κατάλαβε ότι οι λάμες του ριγκανικού πελεκιού πετσόκοβαν τα πάντα και ότι εκείνη κι ο Φλας δεν αποτελούσαν εξαίρεση πια, θα μπορούσαν πολύ εύκολα να είχαν εγκαταλειφθεί στον απάνω κόσμο και οι εκκρεμείς υποθέσεις σ’ αυτόν… λες και είχαν διατηρηθεί σε ασφάλεια όλα αυτά τα χρόνια σε μια ελεύθερη από χρόνο ζώνη, θα μπορούσαν, τώρα, υπακούοντας στη δυσνόητη ιδιοτροπία κάποιου στην εξουσία, να ξαναμπούν στο μαγκανοπήγαδο αιτίου και αιτιατού. Κάπου θα πρέπει να υπήρχε ένα αληθινό πελέκι, ή κάποιο εξίσου οδυνηρό, Τζεϊσονικό, μαχαίρι στο κόκαλο –στην απόσταση όμως που αυτή, ο Φλας και ο Τζάστιν είχαν τώρα πια φτάσει, όλα θα γίνονταν με πλήκτρα πάνω σε αλφαριθμητικά πληκτρολόγια που εκπροσωπούσαν αβαρείς, αόρατες αλυσίδες ηλεκτρονικής παρουσίας ή απουσίας. Αν τα πρότυπα των άσων και των μηδενικών ήταν «σαν» τα πρότυπα της ζωής και του θανάτου των ανθρώπων, αν τα πάντα για ένα άτομο μπορούσαν να αντιπροσωπευτούν σε μια εγγραφή υπολογιστή αποτελούμενη από μια μακριά γραμμή από μηδενικά και άσους, τότε τι είδους πλάσμα θα εκπροσωπούσε μια μακριά γραμμή από ζωές και θανάτους; Θα έπρεπε να βρισκόταν τουλάχιστον ένα επίπεδο πάνω –άγγελος, ημίθεος, κάτι σαν ΟΥΦΟ, θα χρειάζονταν οκτώ ανθρώπινες ζωές και οκτώ ανθρώπινοι θάνατοι για να σχηματίσουν ένα μόνο χαρακτήρα στο όνομα αυτού του πλάσματος- ο πλήρης φάκελός του μπορεί να απαιτούσε ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του κόσμου. Είμαστε ψηφία στον υπολογιστή του Θεού, μουρμούρισε μέσα της, όχι μετά από σκέψη, περισσότερο όπως μουρμουρίζει κανείς κάποιο χιλιοειπωμένο τροπάριο. Και για το μόνο που είμαστε ικανοί είναι για να είμαστε πεθαμένοι ή ζωντανοί, είναι το μόνο που Αυτός βλέπει. Εκείνα για τα οποία εμείς κλαίμε, εκείνα που μας ικανοποιούν στον κόσμο μας του αίματος και του μόχθου είναι ανάξια της προσοχής του πετσοκόφτη που εμείς ονομάζουμε Θεό.
Ο νυχτερινός διευθυντής επέστρεψε κρατώντας το τσεκ σαν μεταχειρισμένο πάμπερ. «Ακύρωσαν την πληρωμή αυτουνού».
«Οι τράπεζες έχουν κλείσει, πως είναι λοιπόν δυνατόν να το ‘καναν αυτό;»
Εξαντλούσε όλη την εργάσιμη ζωή του εδώ, εξηγώντας σε ορδές άσχετων από κομπιούτερ που συνωστίζονταν μέσα και έξω από το μαγαζί. «Ο υπολογιστής», ξεκίνησε ευγενικά, για άλλη μια φορά, «δεν έχει ποτέ ανάγκη από ύπνο, ούτε από διάλειμμα. Είναι σαν να είναι ανοιχτός 24 ώρες την ημέρα…».”
Εικ.: Darius Kinsey, Crescent Camp No I