Austerlitz του W.G. Sebald


sebaldΜέσα από μια σειρά συναντήσεων που πραγματοποιούνται ανάμεσα στον αφηγητή και τον ήρωα του βιβλίου, τον Ζακ Άουστερλιτς, σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, αποκαλύπτονται τα περιπετειώδη βήματα του δεύτερου κατά την αναζήτηση της πραγματικής του ταυτότητας. Ένας τόπος, ένα κτίριο, μια κίνηση ή μια μυρωδιά μπορούν να γίνουν το κλειδί που θα ξεκλειδώσει και θα σηκώσει το βαρύ θυρόφραγμα για να ξεχυθεί ορμητικός και σαρωτικός ο ποταμός της μνήμης και της ιστορίας που χρόνια ολόκληρα τιθασευόταν από ένα αυστηρό και ορθολογικό μπετονένιο φράγμα. Είναι η γεύση της μαντλέν που βουτηγμένη στο ζεστό τσάι του Προύστ (*) ζωντανεύει τα φαντάσματα, ξεκλειδώνοντας τα συρτάρια της μνήμης και ποτίζοντας το σπόρο της έμμονης και οδυνηρής αναζήτησης του παρελθόντος.

“Προφανώς δεν με βοηθούσε πολύ που είχα ανακαλύψει την πηγή της ενόχλησής μου, που μπορούσα πολύ καθαρά να δω τον εαυτό μου όλα αυτά τα περασμένα χρόνια, ένα παιδί που το είχαν ξεκόψει από τη μια μέρα στην άλλη από τη ζωή που ήξερε: η λογική δεν μπορούσε να παλέψει με το αίσθημα που πάντοτε το καταπίεζα και τώρα ξεσπούσε βίαια μέσα μου, ότι με είχαν διώξει και με είχαν ξεγράψει. Αυτός ο τρομακτικός φόβος με έπιανε την ώρα που εκτελούσα τις απλούστερες ενέργειες, καθώς έδενα τα κορδόνια μου, καθώς έπλενα τα φλιτζάνια του τσαγιού ή καθώς περίμενα το νερό να βράσει στο τσαγερό. Πολύ σύντομα ξεραινόταν η γλώσσα και ο ουρανίσκος μου, λες και ήμουν μέρες στην έρημο, πάσχιζα όλο και πιο έντονα να πάρω ανάσα, η καρδιά μου άρχιζε να φτερουγίζει και να χτυπάει μέχρι κάτω απ’ το λαιμό, κρύος ιδρώτας έλουζε ολόκληρο το κορμί μου, ακόμη και την ανάποδη του τρεμάμενου χεριού μου, και τα έβλεπα όλα μέσα από ένα πέπλο από λεπτές μαύρες γραμμές. Νόμιζα ότι θα φωνάξω, κι όμως τα χείλη μου δεν έβγαζαν άχνα, ήθελα να βγω στο δρόμο και έμενα κολλημένος στη θέση μου, μια φορά μάλιστα είδα στ’ αλήθεια τον εαυτό μου να εκρήγνυται έπειτα από μια μακριά και επώδυνη σύσπαση και τα κομμάτια του κορμιού μου να σκορπίζονται σ’ έναν τόπο ζοφερό και μακρινό.”

Ο Ζακ Άουστερλιτς ξεγυμνώνεται· πετάει από πάνω του τα εμπόδια και τους μηχανισμούς εξουδετέρωσης της μνήμης και φανερώνει αυτή του τη γύμνια στον αφηγητή του βιβλίου, καθιστώντας τον κοινωνό της ευθύνης να ακούσει και να διατηρήσει καταγράφοντας τις μνήμες αυτές. Με το ίδιο αίσθημα ευθύνης που ο Άουστερλιτς ερευνά σε όλη του τη ζωή την ιστορία της αρχιτεκτονικής,  προσπαθώντας να καταγράψει τις φωνές και τις ανάσες των εμβληματικών κτιρίων της Ευρώπης, αναζητά τώρα τα νήματα εκείνα που θα τον συνδέσουν με το δικό του άγνωστο παρελθόν. Ποτέ πριν την αφύπνισή του δεν πίστεψε στην ανάγκη μιας τέτοιας καταγραφής. Θεωρούσε τη γλώσσα σαν “απόφυση της ασχετοσύνης μας, με το οποίο, όπως μερικά φυτά και ζώα της θάλασσας με τα πλοκάμια τους, ψηλαφούμε το σκοτάδι που μας περιβάλλει”. Γι’ αυτό έθαψε τις σημειώσεις των ερευνών του στον κήπο του σπιτιού του, ανυποψίαστος ακόμα για τα φαντάσματα και τις σκιές που θα τον ακολουθούσαν.

“…ούτε και τώρα δεν ξεδιαλύνει το σκοτάδι, μόνο πυκνώνει περισσότερο στη σκέψη πόσο λίγα μπορούμε να συγκρατήσουμε, πόσων λογιών και πόσο πολλά πράγματα περνάνε διαρκώς στη λήθη, με κάθε ζωή που σβήνει, πως ο κόσμος αδειάζει, σαν να λέμε, από μόνος του, καθώς κανένας δεν ακούει, δεν ζωγραφίζει και δεν διηγείται τις ιστορίες που μένουν πάνω σε αμέτρητους τόπους και αντικείμενα, που από μόνα τους δεν έχουν τη δυνατότητα της μνήμης, ιστορίες, για παράδειγμα -από τότε αυτό το σκέφτομαι πρώτη φορά τώρα, που γράφω- όπως αυτή που λένε τα αχυρένια στρώματα, αφημένα σαν φαντάσματα πάνω στα σανιδοκράβατα τα στοιβαγμένα το ένα πάνω από το άλλο, γιατί το άχυρο που τα γέμιζε φαγώθηκε με τα χρόνια, κι αυτά λέπτυναν και κόντυναν, συρρικνώθηκαν λες κι ήταν τα λείψανα εκείνων, θυμάμαι τώρα ότι σκεφτόμουν τότε, που κάποτε ξάπλωναν εδώ, μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι. Και τώρα θυμάμαι ξανά ότι καθώς προχωρούσα όλο και πιο βαθιά μέσα στο τούνελ που σχηματίζει κατά κάποιον τρόπο τη ραχοκοκαλιά του φρουρίου, αντιστεκόμουν στο αίσθημα που γεννιόταν μέσα μου και που μέχρι σήμερα με διακατέχει συχνά σε φαύλους τόπους, ότι με κάθε βήμα μου ο αέρας που αναπνέω λιγοστεύει και το βάρος πάνω μου μεγαλώνει.”

Οι προσπάθειες του να ανακαλύψει την ταυτότητά του και να δώσει απάντηση σε αμέτρητα ερωτήματα που δε τόλμησαν ποτέ πριν να διατυπωθούν, τον φέρνουν αντιμέτωπο με τα καλοκουρδισμένα ανθρώπινα συστήματα, όπως αυτό του Γ’ Ράιχ, που μέσα από την πολυπλοκότητα της γραφειοκρατίας και την γιγαντιαία κλίμακά τους, φρόντισαν να κόψουν τα νήματα του παρελθόντος, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος και θάβοντας βαθιά στο χώμα όχι μόνο ανθρώπινα πτώματα αλλά και τις ιστορίες τους. Ανάλογα συστήματα με πολύπλοκους μηχανισμούς και τερατώδεις κλίμακες που ξεκόβουν τους ανθρώπους από τη μνήμη τους, θα εξακολουθήσει να συναντά στο σύγχρονο Παρίσι, επισκεπτόμενος την καινούρια Εθνική Βιβλιοθήκη, έργο ενός “φαραωνικού” προέδρου. Αυτός ο εραστής της μνημειώδους αρχιτεκτονικής, καθισμένος στα άβολα αναγνωστήρια αυτού του τεράστιου και διάφανου οικοδομήματος, θα παραλληλίσει τη σύγκρουση πάνω στα τζάμια και την πτώση των πουλιών που βίαια αποκόπηκαν από το φυσικό τους περιβάλλον, με τα δικά του αδιέξοδα και τις συγκρούσεις πάνω σε τυφλούς τοίχους. Όμως θα συνεχίσει να ψάχνει, παραδίδοντας τα κλειδιά του σπιτιού του στον αφηγητή. Σ’ αυτόν θα αφήσει και τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, θραύσματα της ζωής του, που μόνες τους όμως δεν μπορούν να πουν καμιά ιστορία γιατί είναι εικόνες που βρίσκονται έξω από το χρόνο. Αυτός, ο αφηγητής, θα πρέπει να τις συνδέσει με όσα άκουσε και όσα πιθανόν ακούσει στο μέλλον, δίνοντας με τον τρόπο αυτό φωνή και πρόσωπο στους άγνωστους εβραίους που είναι θαμμένοι στο μικρό νεκροταφείο που βρίσκεται στον πίσω κήπο. Έτσι ώστε όταν μια νυχτοπεταλούδα, απ’ αυτές που πετούν πάνω από τους τάφους, χαθεί και βρεθεί μέσα στο σπίτι, να μπορέσει να ακούσει τις φωνές αυτές που θα της δείξουν το δρόμο για να γυρίσει πίσω.

(*) Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (από τη μεριά του Σουάν)

Advertisement
Posted in Readings | Tagged , , , , , | Leave a comment

Μια ζωή μέσα στα βιβλία του Julian Barnes


sally_storch_night-train“Όταν διαβάζεις ένα σπουδαίο βιβλίο, δεν δραπετεύεις από τη ζωή, βυθίζεσαι σ’ αυτήν. Μπορεί να υπάρχει μια επιφανειακή απόδραση –σε διαφορετικές χώρες, ήθη, γλωσσικά σχήματα-, όμως αυτό που κατά βάθος κάνεις είναι να διευρύνεις τους τρόπους με τους οποίους κατανοείς τις λεπτές αποχρώσεις της ζωής, τα παράδοξά της, τις χαρές της, τους πόνους και τις αλήθειες της. Η ανάγνωση και η ζωή δεν εξελίσσονται ξεχωριστά – συμβιώνουν. Και για το σοβαρό έργο της φαντασιακής ανακάλυψης και της αυτογνωσίας υπάρχει και παραμένει ένα και μόνο τέλειο σύμβολο: το έντυπο βιβλίο.”

Εικ.: Sally Storch, night train
Posted in Readings | Tagged , , , , , | Leave a comment

Το λεωφορείο


pablo-picasso-woman-at-the-windowΑπό ώρα έχει καθίσει στην πολυθρόνα, μπροστά στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας της και κοιτάει κάτω στην πλατεία. Από το παράθυρο αυτό βλέπει καλύτερα και χωρίς να την εμποδίζουν τα κάγκελα του μπαλκονιού της. Το διαμέρισμά της είναι στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας από αυτές που έχουν πρόσοψη στην πλατεία. Ένα δυάρι, απλό και νοικοκυρεμένο. Ένα σαλόνι, μια κρεβατοκάμαρα, λουτρό και κουζίνα, έχει να φροντίζει και να «λατρεύει» όπως λέει κι η ίδια. Μπροστά στη βεράντα του σαλονιού είναι το καμπαναριό. Κάθε πρωί ξυπνάει με το χτύπημα της καμπάνας και ξεκινάει το μαγείρεμα και τη «λάτρα» της. Μέχρι να φτάσει το μεσημέρι τα έχει τελειώσει όλα για να ‘χει ελεύθερο το χρόνο της, να ξεκουραστεί λιγάκι, να ασχοληθεί με το εργόχειρο της, να δει τα παιδιά και τα εγγόνια της. Μα μόλις τελειώσει τις δουλειές της θα κάτσει για λίγο στην πολυθρόνα της για να κοιτάει στην πλατεία τα λεωφορεία που έρχονται.

Με το που αρχίζει να καλοκαιριάζει, βγάζει την πολυθρόνα στο μπαλκόνι και την έχει εκεί συνέχεια, όχι μόνο για να κοιτάζει κάτω στην πλατεία, αλλά και για να κάνει πολλές από τις δουλειές της· να καθαρίσει το ρύζι, να τρίψει τη ρίγανη, να φτιάξει με φρέσκο ζυμάρι τον φιδέ της. Ότι μπορεί το κάνει εκεί, καθισμένη στην πολυθρόνα με το ροζ κάλυμμα, μυρίζοντας τα πολύχρωμα λουλούδια της και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην πλατεία. Μόλις όμως η ώρα πάει τρεις και μισή, αφήνει ότι κάνει, μαζεύει ότι κρατάει και το πάει στην κουζίνα, βγάζει την ποδιά της, χτενίζει λίγο τα μαλλιά της και κάθεται στην πολυθρόνα της κοιτώντας με προσμονή το δρόμο.

Περιμένει το λεωφορείο που θα φέρει τον άντρα της απ’ τη δουλειά. Θέλει να τον δει να κατεβαίνει και να έρχεται προς το σπίτι. Τον χαζεύει που σταματάει στο περίπτερο και αγοράζει σοκολάτες, σοκολάτες υγείας, αυτές αρέσουν στα εγγόνια του και θέλει να υπάρχουν πάντα δύο στο ψυγείο γιατί σαν έρθουν στο σπίτι το απόγευμα, πρώτη τους δουλειά είναι να τρέξουν και να πάρουν τη σοκολάτα τους. Αγοράζει και μία ακόμα, γάλακτος αυτή, με αμύγδαλα για κάποιον που δεν έχει προβλέψει. Προχωράει με αργά βήματα προς το σπίτι. Ίσως δεν ξέρει ότι η γυναίκα του, η Αριστέα, είναι καθισμένη μπροστά στο παράθυρο και τον κοιτάει. Δεν ξέρει τις πρωινές της συνήθειες, πως οργανώνει το χρόνο της όταν αυτός λείπει στο γραφείο. Το μόνο που ξέρει είναι πως στην κουζίνα το τραπέζι είναι στρωμένο, το φαγητό μοσχοβολάει σε όλο το σπίτι και εκείνη περιμένει να ακούσει το κλειδί του να ανοίγει την πόρτα για να το σερβίρει στα πιάτα.

Η Αριστέα δεν μαγειρεύει ποτέ μόνο ένα φαγητό. Πάντα στο τραπέζι υπάρχει και ένα πιάτο στη μέση με ένα δεύτερο φαγητό, προορισμένο για να τους ανοίξει την όρεξη, ουσιαστικά για να ευχαριστήσει τον άντρα της όσο περισσότερο μπορεί. Θέλει να χαίρεται με αυτά που τρώει και να μην βαριέται ποτέ. Όλα είναι φροντισμένα στην εντέλεια. Τα μαχαιροπήρουνα απ’ τη μία και απ’ την άλλη μεριά του πιάτου, μια υφασμάτινη πετσέτα που ο Δημήτρης θα κρεμάσει από τον γιακά του για να μην λερωθεί καθώς θα τρώει, δεξιά από το πιάτο το ποτήρι και στο κέντρο του τραπεζιού, η σαλάτα, το πιάτο με το δεύτερο φαγητό και ένα μικρό πιατάκι με ελιές ή τουρσί που έχει φτιάξει η ίδια. Αφού φάνε με κάθε επισημότητα, η Αριστέα μαζεύει όλα τα πιάτα και βγάζει από το ψυγείο ένα μικρό πιατάκι με κάποιο τυρί. Το ακουμπάει στο τραπέζι μαζί με το καλαθάκι με το ψωμί, κομμένο σε λεπτές φέτες. Έτσι τελειώνουν το μεσημεριανό τους γεύμα και σηκώνονται από το τραπέζι.

Παρά το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή του γεύματος επαναλαμβάνεται καθημερινά, εκείνοι αισθάνονται ότι κάθε μέρα συμβαίνει κάτι καινούριο. Το διαφορετικό φαγητό, η διαφορετική σαλάτα, το καινούριο τυρί που θα δοκιμάσουν, ο καιρός που τη μία είναι βροχερός και κρύος και κάνει πιο νόστιμη τη ζεστή φασολάδα, ενώ την άλλη ο ηλιόλουστος ουρανός βάζει στο τραπέζι τους τηγανητά ψαράκια, όλα αυτά αλλά και άλλα που κάποιος, έξω από τους δύο συντρόφους, δεν γνωρίζει, κάνουν την κάθε μέρα τους μια καινούρια εμπειρία και απόλαυση. Και φυσικά δεν είναι μόνο η διαδικασία του μεσημεριανού φαγητού που επαναλαμβάνεται. Ο Δημήτρης έχει τη συνήθεια να κοιμάται για μια ώρα τα μεσημέρια. Αυτή την ώρα η Αριστέα μαζεύει το τραπέζι, πλένει τα πιάτα και πιάνει για λίγο το εργόχειρό της, μέχρι να ξυπνήσει ο Δημήτρης και να ψήσει τα καφεδάκια τους. Εκείνος παίρνει δυο τσιγάρα από την κασετίνα με τα καρέλια του, τα βάζει και τα δύο μαζί στο στόμα του και τα ανάβει, ένα για κείνον και ένα για την Αριστέα του. Είναι το μοναδικό τσιγάρο που καπνίζει μέσα στη μέρα και θέλει να το απολαύσει μαζί της.

Από το απόγευμα μέχρι το βράδυ το κουδούνι και το τηλέφωνο δεν σταματούν να χτυπούν. Τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, οι γείτονες, τα αδέρφια και οι φίλοι. Στ’ αλήθεια πόσοι φίλοι! Όλοι αυτοί θα πάρουν τηλέφωνο κάθε τόσο για να περάσουν από το σπίτι για ένα καφεδάκι, ή και χωρίς τηλέφωνο, θα χτυπήσουν το κουδούνι να πουν ένα γεια, να φέρουν ένα κομμάτι γλυκό που βγήκε αχνιστό από το φούρνο τους. Και δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τα τραπεζώματα. Πολλές φορές τα μεσημέρια, καθώς κοιτάει η Αριστέα από το παράθυρό της, βλέπει τον Δημήτρη να κατεβαίνει από το λεωφορείο παρέα με κάποιον συνάδελφο και να βαδίζουν προς το σπίτι. Τότε αυτή σηκώνεται τρέχοντας για να προσθέσει άλλο ένα σερβίτσιο στο τραπέζι και να σκεφτεί πως θα περιποιηθεί καλύτερα τον απρόσμενο καλεσμένο της. Φαγητό υπάρχει πάντα για να φιλέψει κάποιον που θα προσκαλέσει ο άντρας της χωρίς να την έχει προειδοποιήσει. Έχει μάθει άλλωστε τόσα χρόνια να καλοδέχεται και να αγαπά τον παρορμητισμό του. Η καλοσύνη του και η ανοιχτοσύνη του τον κάνουν να παραβλέπει κάθε πρακτικό πρόβλημα αν πρόκειται να ευχαριστήσει και να βοηθήσει έναν φίλο, έναν συγγενή ή έναν άγνωστο ακόμα. Ντυμένη και καλοχτενισμένη, η Αριστέα, ανοίγει την πόρτα και τους υποδέχεται με ένα πλατύ χαμόγελο σαν να τους περίμενε.

Μα δεν ήταν πάντα έτσι, όλο χαρές και γαλήνη η ζωή τους. Πέρασαν δύσκολα χρόνια, δυσβάσταχτα, θαύμα το πώς άντεξαν. Πρώτα ο πόλεμος, μετά ο εμφύλιος. Ο Δημητρός έλειπε, στρατιώτης πρώτα, εξόριστος στη συνέχεια. Πάνω από δυο χρόνια η Αριστέα δεν ήξερε αν ήταν ζωντανός ή πεθαμένος, και δεν είχε χρόνο ούτε και δύναμη να κλάψει στην απουσία του. Είχε ένα παιδί να μεγαλώσει, τη Ρηνούλα της, έξι ετών τότε που έφυγε ο πατέρας της. Έπρεπε να βρίσκει φαγητό κάθε μέρα για να τρώνε, να μην πάθει η μικρή της αβιταμίνωση. Και έπρεπε και εκείνη να μπορεί να στέκεται στα πόδια της και να φροντίζει για όλα, όχι μόνο για την κόρη της μα και για το παιδί που της άφησε ο Δημητρός στην κοιλιά της και που το έριξε ένα βράδυ μόνη της, πίνοντας χοντρές γουλιές από τα γιατροσόφια που της έδωσε μια γειτόνισσα. Που να βρεθεί φαγητό για άλλο ένα στόμα τώρα που έλειπε εκείνος; Και μέσα σ’ όλα έτρεχε μέρα νύχτα από ‘δω κι από ‘κει να ρωτά τον κάθε ένα γνωστό που να βρίσκεται  ο άντρας της κι αν είναι ζωντανός ή πεθαμένος.

Κάποια φορά ξεκίνησε μαζί με τη Ρηνούλα να πάει στη Θεσσαλονίκη, να βρει έναν φίλο του  Δημήτρη που είχε τις γνωριμίες και τα μέσα. Μίσθωσε ένα τρίκυκλο, έβαλε μέσα σ’ ένα πατσαβούρι μια χούφτα ελιές και δυο παξιμάδια για το δρόμο, πήρε κι ένα παγούρι με νερό και δεν έβλεπε την ώρα να συναντήσει το σωτήρα της. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες μετά έφτασαν επιτέλους. Πήγαν κατευθείαν στο σπίτι του φίλου, να τον παρακαλέσει να μάθει για τον άντρα της. Θα νοιαζόταν δεν μπορεί, άλλωστε φίλος του ήταν ο Δημητρός. Τις υποδέχτηκε στην κουζίνα του σπιτιού κι άρχισαν να κουβεντιάζουν για τον πόλεμο, για τη φτώχεια, για τον Δημητρό και για την αβιταμίνωση της Ρηνούλας. Με την άκρη του ματιού της, η Αριστέα, διέκρινε ένα μεγάλο σακί με σταφίδες, στη γωνία, κάτω από τη σκάλα που ανέβαινε στα υπνοδωμάτια. Αμέσως ζήτησε από τον φίλο του άντρα της ένα ποτήρι νερό και μόλις αυτός σηκώθηκε για να της το φέρει, τράβηξε και τη Ρηνούλα και άρχισαν να τρώνε, πάνω από το σακί με τις σταφίδες, όσες περισσότερες μπορούσαν. Φούσκωσαν και τις τσέπες τους και γύρισαν γρήγορα στις θέσεις τους, πριν πάρει χαμπάρι ο οικοδεσπότης την κλοπή και την πείνα τους. Λίγη ώρα αργότερα, ο φίλος του Δημήτρη, τις αποχαιρετούσε, γεμίζοντας τα αυτιά τους με υποσχέσεις και ελπίδες. Το ταξίδι της επιστροφής με το τρίκυκλο κράτησε μια μέρα παραπάνω, αφού οι σταφίδες που πρόσκαιρα ανακούφισαν τα πεινασμένα τους στομάχια, έπαιρναν τώρα την εκδίκηση τους.

Δεν τα φανταζόταν όλα αυτά πριν γνωρίσει το Δημητρό, αλλιώς ήταν μαθημένη στην οικογένεια της. Η Σμύρνη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ήταν τότε μια κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα. Ο πατέρας της ήταν έμπορος και ο μεγάλος της αδερφός αξιωματικός. Πήγαινε σε γαλλικό σχολείο και τα απογεύματα ερχόταν στο σπίτι η κυρία Πελαγία που της μάθαινε πιάνο.

Ήταν η μικρότερη από τα τρία αδέρφια της, ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο Οδυσσέας, την περνούσε δεκατέσσερα χρόνια και μετά ακολουθούσαν οι δύο αδερφές της, η Καλλιόπη και η Ευανθία. Η μητέρα της πέθανε από μια μόλυνση στο πόδι που εξελίχθηκε σε γάγγραινα. Ήταν οκτώ χρονών παιδάκι όταν αντιμετώπισε το θάνατο για πρώτη φορά. Δεν καταλάβαινε και πολλά βέβαια, όμως την τρόμαζε η απουσία της, το ότι είχε φύγει για πάντα. Έκλαιγε με αναφιλητά όταν σκεφτόταν ότι δεν θα ξανάρθει ποτέ, όμως ήξερε στα σίγουρα ότι εκεί που είχε πάει είναι καλύτερα και ότι εκεί η μητέρα της θα είναι πιο ευτυχισμένη απ’ ότι ήταν εδώ, και θα μπορεί από εκεί να βλέπει όλα όσα γίνονται εδώ, και δεν θα της έλειπε κανείς τους εκεί γιατί θα τους παρακολουθούσε συνέχεια και θα τους ένιωθε συνεχώς κοντά της.

Εκεί, εδώ, ποτέ, πάντα, θάνατος˙ πόσα καινούρια πράγματα τόσο ξαφνικά, μέσα σε μια μέρα. Τότε σταματούσε να κλαίει και φανταζόταν ένα πάρκο με καταπράσινο χορτάρι και ψηλά δέντρα, και γύρω-γύρω μικρά σπιτάκια με ωραίους κήπους και στέγες από κεραμίδια˙ μια μικρή πόλη στον ουρανό, η Ουρανούπολη όπου ζούσε χαρούμενη η μητέρα της.

Με την καταστροφή, το ’22, έφυγαν άρον-άρον από τη Σμύρνη. Εκείνη μπήκε μαζί με τον πατέρα της σε μια λάντζα, δεν χωρούσαν άλλοι. Τα αδέρφια της μπήκαν σε μια παραδιπλανή. Ξαναβρέθηκαν δυο χρόνια μετά, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, στη Δράμα.

 Τον Δημητρό τον γνώρισε όταν πήγε στη Δράμα. Έμεναν απέναντι. Τα σπίτια τους ήταν διώροφα, κάτω ήταν η κουζίνα και οι αποθήκες και πάνω οι κρεβατοκάμαρες και το καθιστικό. Καθόταν με τις ώρες στην κάμαρα της, στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς την δική του κάμαρα, όπου εκείνος, σκυμμένος πάνω σ’ ένα γραφειάκι, έγραφε ασταμάτητα. Κάποια στιγμή δίπλωνε το χαρτί με τα γραμμένα του, πλησίαζε στο παράθυρο και τό στελνε, σαΐτα που ερχόταν απ’ το δικό της παράθυρο και πετούσε μέσα στο δωμάτιο σαν να μην ήταν χαρτί αλλά η καρδιά της που πετούσε και την άκουγε. Το ‘πιανε, το ξεδίπλωνε και το ‘χωνε μέσα στο βιβλίο της, χωρίς να τολμάει να το κοιτάξει. Εκεί, μέσα στις σελίδες του βιβλίου, αυτό παλλόταν, κι εκείνη το άκουγε, κι ένιωθε τους χτύπους της ν’ ανεβαίνουν στο λαιμό της.

Ήταν τότε είκοσι οκτώ ετών κι εκείνος ένα χρόνο μεγαλύτερός της. Την επόμενη χρονιά θα κατέβαινε στην Αθήνα για να δουλέψει ως λογιστής σε μια εισαγωγική εταιρεία. Κατέβηκε κι εκείνη μαζί του, άφησε το πιάνο της, τα γαλλικά μυθιστορήματα που αγαπούσε και τα ακριβοραμμένα της φορέματα και τον παντρεύτηκε. Ήταν φτωχός, πολύ φτωχός και έτσι φτωχά πέρασαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Τα χρήματα που έβγαζε έφταναν ίσα-ίσα για να πληρώνουν το ενοίκιο και το φαγητό τους. Ούτε ρούχα, ούτε εκδρομές, ούτε βόλτες στην εξοχή με φίλους. Μετά γεννήθηκε η Ειρήνη -η Ρηνούλα όπως την φώναζαν-. Ήταν δύσκολα χρόνια. Όμως της Αριστέας δεν της έλειπε τίποτα, της έφτανε που είχε τον Δημητρό, γιατί από την πρώτη εκείνη μέρα που τον είδε από το παράθυρο της κάμαράς της, δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της σε κάμαρα που να μην είναι κι αυτός μέσα.

 Τον αγάπησε πολύ τον Δημητρό. Δεν ήταν και πολύ νέα όταν τον γνώρισε και τον αγάπησε πολύ. Έβλεπε σ’ αυτόν όλα της τα ιδανικά, όλες της τις αξίες. Κάθε τι υψηλό και όμορφο υπήρχε μέσα του. Δεν γινόταν να σταματήσει ποτέ να τον αγαπάει παρά μόνο αν απαρνιόταν ότι είχε θαυμάσει και ποθήσει στη ζωή της. Ποιος ξέρει αν θα τον αγαπούσε το ίδιο αν τον είχε γνωρίσει νωρίτερα ή αργότερα; Ίσως νεώτερη να μην έβλεπε σ’ αυτόν όλα όσα είδε στα τριάντα της, αργότερα πάλι ίσως και να της φαινόταν λίγος. Εκείνη όμως την εποχή ο Δημητρός ταυτίστηκε με ότι είχε διαμορφωθεί μέσα της ως ιδεατό και από τότε κι ύστερα το ιδεατό αυτό το διαμόρφωναν μαζί, καθώς μαζί μεγάλωναν και μαζί γερνούσαν.

Αγάπησε έτσι τις σιωπές του, τις μελαγχολίες του, τις συγκινήσεις του, τις εμμονές του και τις απογοητεύσεις του. Άλλοτε παρορμητικός και ενθουσιώδης να την παρασύρει στα όνειρα του και άλλοτε να παραιτείται από όλα κι εκείνη να προσπαθεί να τον κρατήσει και να τον γιάνει. Αγάπησε τον θυμό του, τους παραλογισμούς του, την ακεραιότητα του, τις συναναστροφές του, τα ξεφαντώματά του, τις σκέψεις του, τις ιδέες του. Κι αγαπούσε το πώς την αγαπούσε, και πως την ένοιωθε, πως την πλησίαζε και πως κάποιες φορές απομακρυνόταν από κοντά της. Το σώμα του ήταν γι’ αυτήν οικείος τόπος, το σώμα του ήταν το σπίτι της. Κάθε βράδυ που έσβηναν το φως και την έπαιρνε αγκαλιά, ένιωθε όλη την κούραση της ημέρας, όλα τα προβλήματα και τις στενοχώριες να σβήνουν. Όλος ο κόσμος γέμιζε από αυτή την αγκαλιά, και καθώς μοιράζονταν τις ώρες του ύπνου τους, ξυπνούσαν χορτάτοι, πλημμυρισμένοι από μια εμπειρία που μόνο οι δυο τους καταλάβαιναν πόσο σημαντικά καθόριζε τις ζωές τους.

Νεότερη όταν ήταν, υπήρχαν περίοδοι που ένιωθε να πιέζεται. Για να μπορεί να τον ακολουθεί και να του συμπαραστέκεται έβαζε τα θέλω της σε δεύτερη μοίρα. Αδρανούσαν οι επιθυμίες της, καθώς υιοθετούσε τις δικές του επιθυμίες για δικές της. Μαζί τους αδρανούσε και το σώμα της και πολλές φορές και οι σκέψεις της. Στεκόταν πίσω του, σ’ ένα χώρο ελάχιστο, χωρίς να ακούγεται και χωρίς να φαίνεται. Όμως ο Δημητρός την έβλεπε και την άκουγε πάντα, αισθανόταν την οκνηρία της και την έσπρωχνε μακριά του, Ήθελε να την βλέπει ελεύθερη και ζωντανή, αρρώσταινε σαν δεν ήταν εκείνη καλά. Με τα χρόνια έμαθαν και οι δύο να ορίζουν το χώρο τους και να υπάρχουν τόσο μαζί όσο και μόνοι τους. Έμαθαν να σέβονται ο ένας την ελευθερία του άλλου, χώρεσαν τις διαφορετικότητες τους μέσα στο ίδιο σπίτι, σ’ αυτό το σπίτι που ήταν γεμάτο λουλούδια, θαλπωρή και μυρωδιές φρεσκοπλυμένων ρούχων.

Τα καλοκαίρια η Αριστέα έπαιρνε την κόρη της και πήγαιναν στη Ραφήνα. Είχαν φτιάξει εκεί ένα μικρό εξοχικό σπίτι, με κήπο γύρω-γύρω και στέγη με κεραμίδια. Μια μικρή κουζινούλα, ένα σαλόνι και δυο υπνοδωμάτια, φροντισμένα και απέριττα, πρόβαλαν τη θαλπωρή και τη φρεσκάδα τους με τα πεντακάθαρα και καλοραμμένα κουρτινάκια τους, τα φρεσκοπλυμένα κλινοσκεπάσματα, τις φρουτιέρες πάνω στα βαμβακερά τραπεζομάντηλα, τα βάζα με τις πολύχρωμες μαρμελάδες και τη ζύμη να φουσκώνει στη λεκάνη, σκεπασμένη με μια καρό πετσετούλα. Στον κήπο είχαν δέντρα οπωροφόρα και όλων των ειδών τα λουλούδια, γιασεμιά που μοσχοβολούσαν, νυχτολούλουδα, αγγελικές, βουκαμβίλιες, δάφνες, αγιοκλήματα. Μόνη της τον είχε φτιάξει τον κήπο, μια σταλιά ήταν τα δεντράκια όταν τα φύτεψε και τώρα της έδιναν τους καρπούς τους. Τα λουλούδια και οι θάμνοι έγιναν από μικρά κλαράκια που η Αριστέα έκοβε από άλλους κήπους και τα έμπηγε όπως ήταν στο χώμα του δικού της. Δεν ήθελαν τίποτε άλλο έλεγε, μόνο νεράκι και συντροφιά.

 – Αριστέα τι λες; Πάμε ένα ταξίδι στο εξωτερικό τα Χριστούγεννα;

Μόλις είχε τελειώσει τη σούπα του, που η Αριστέα του σέρβιρε για πρώτο πιάτο. Μια ζεστή κρεατόσουπα με μικρά κομματάκια από μοσχαρίσιο μεδούλι και κρουτόν που έφτιαχνε η ίδια, τηγανίζοντας μικροσκοπικά τετραγωνάκια ψωμιού σε βούτυρο. Σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα του και αφού ήπιε μια γουλιά νερό της έκανε την πρόταση του ταξιδιού. Είχαν πάει αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη και πολύ περισσότερα στην Ελλάδα. Αγαπούσαν κι οι δυο τους πολύ τα ταξίδια και έφευγαν εύκολα, χωρίς πολλή σκέψη και χωρίς ιδιαίτερες προετοιμασίες.

Δεν είχαν αυτοκίνητο˙ ο Δημητρός δεν έμαθε ποτέ του να οδηγεί γιατί ήθελε να απολαμβάνει τις διαδρομές χωρίς να είναι προσηλωμένος στο τιμόνι. Έτσι όλες τους τις εκδρομές στις πόλεις και στα χωριά της Ελλάδας τις έκαναν με το λεωφορείο. Έφτιαχνε η Αριστέα τυροπιτάκια για το δρόμο και μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους είχαν γίνει φίλοι με όλους τους συνταξιδιώτες τους, οι οποίοι, αφού πρώτα άρχιζαν να τρέφουν αισθήματα ιδιαίτερης συμπάθειας για το ζευγάρι, τα θεμελίωναν δοκιμάζοντας τα τυροπιτάκια της Αριστέας. Επισκέπτονταν κυρίως τα μέρη που είχαν σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους γιατί την Αριστέα την έπιανε μια ιδιαίτερη συγκίνηση όταν σκεφτόταν ότι ανάμεσα σ’ αυτές τις πέτρες και τα μάρμαρα κινήθηκαν και κουβέντιασαν άνθρωποι που έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν από αυτήν. Κι ενώ όλοι εκείνοι οι άνθρωποι μεγάλωναν και άλλαζαν και γερνούσαν και πέθαιναν και ξαναγεννιόντουσαν άλλοι που μεγάλωναν και άλλαζαν και γερνούσαν και πέθαιναν κι αυτοί με τη σειρά τους, εκείνες οι πέτρες κι εκείνα τα μάρμαρα, στην ίδια θέση πάντα, μετρούσανε τα χρόνια τους όχι με μέρες ή με χρόνια, αλλά με ζωές και θανάτους. Συνειδητοποιούσε ότι πάνω στη φθορά των λίθων καταγραφόταν η ιστορία όλων αυτών των ανθρώπων που στάθηκαν απέναντί τους, μια ιστορία που έμενε βουβή και ανιστόρητη.

Πήγαν αρκετές φορές στις Μυκήνες, στην Αρχαία Κόρινθο, στην Αρχαία Ολυμπία, στους Δελφούς, στην Κνωσό, στη Δήλο. Κάθε φορά η Αριστέα ενθουσιαζόταν και παρατηρούσε τις αρχαίες πέτρες σαν να τις έβλεπε πρώτη φορά. Είχε διαβάσει ότι μπορούσε να βρει για το κάθε μνημείο που επισκεπτόταν, και αν τύχαινε να έχουν πάει με κάποιο φίλο τους, τον τραβολογούσε για να τον ξεναγήσει στο χώρο και να του εξηγήσει τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Ο Δημήτρης την χάζευε που ενθουσιαζόταν τόσο και καμάρωνε για τις γνώσεις και το πάθος που είχε για να αρχαία αυτά ερείπια. Θαύμαζε το μυαλό της Αριστέας, όχι μόνο για τις ιστορικές του δεξιότητες αλλά κυρίως για το πόσο λογικά, πρακτικά και ψύχραιμα αντιμετώπιζε τις δυσκολίες. Στις κουβέντες τους εντυπωσιαζόταν με τον τρόπο που εκείνη ερμήνευε τις διάφορες καταστάσεις, βλέποντας τα πράγματα από μια οπτική γωνία που για εκείνον ήταν όλως διόλου άγνωστη, και με την ευκολία της να βρίσκει πάντα μια λύση στα δικά του σκοτεινά και απελπιστικά αδιέξοδα.

 – Μια ζωή ολόκληρη δεν μας έφτασε για να ταξιδέψουμε, δεν μας έφτασε. Ήταν πολλές οι διαδρομές, μαζί και χώρια, και οι λύπες μας, και οι τύψεις μας, και τα δάκρυα της χαράς μας. Δεν μας έφτασε, δεν χώρεσαν τα χάδια μας, ούτε κι η μοναξιά μας, δεν χώρεσαν. Και οι αναμονές μας ήταν πιο πολλές, και το σμίξιμό μας διαρκούσε πιο πολύ από τον χρόνο που είχαμε. Δεν χώρεσαν στον χρόνο, δεν προλάβαμε να πούμε όσα σκεφτήκαμε, δεν σκεφτήκαμε όσα είπαμε και όσα κάναμε, δεν προλάβαμε. Δεν πρόλαβα να δω που με πας, που με πήγες, που θα με πας˙ που πάω, που πήγα και που θα πάω χωρίς εσένα; Χωρίς εσένα.

– Ε όχι δα και χωρίς εμένα! Γιατί να πας κάπου χωρίς εμένα; Δεν είμαι πάντα κοντά σου; Μήπως δεν πάμε μαζί παντού;

– Ναι, όμως δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτό ή αν απλώς το ονειρεύομαι. Δεν ξέρω αν είσαι στ’ αλήθεια εδώ ή αν σε φαντάζομαι.

– Αριστέα τι είναι αυτά που λες; Μήπως δεν τρώμε μαζί τώρα; Δεν κουβεντιάζουμε για το ταξίδι μας; Για τα δώρα που θα φέρουμε στα εγγόνια μας; Μήπως δεν περίμενες, καθισμένη στην πολυθρόνα σου, να έρθει το λεωφορείο για να στρώσεις το τραπέζι; Σε βλέπω κάθε μεσημέρι που γυρνάω, να σηκώνεσαι από την πολυθρόνα αυτή και να κατευθύνεσαι προς την κουζίνα. Με το που φτάνει το λεωφορείο και πριν κατεβώ, κοιτάω ψηλά στο μπαλκόνι μας και σε βλέπω.

– Όμως δεν ανεβαίνεις ποτέ πια

– Τι σημασία έχει; Μήπως και αύριο δεν θα με περιμένεις την ίδια ώρα; Μήπως δεν θα στρώσεις το τραπέζι μόλις δεις το λεωφορείο να έρχεται;

Θα τον περιμένει, καθισμένη στην πολυθρόνα με το ροζ κάλυμμα, ντυμένη και χτενισμένη, και θα στρώσει το τραπέζι μόλις δει το λεωφορείο να ‘ρχεται, με το φαγητό και τη σαλάτα, το τουρσί και τα τυριά μετά. Όμως θα βάλει ένα πιάτο, το δικό της, και δεύτερο φαγητό δεν θα ‘χει, και δίπλα της η καρέκλα θα είναι άδεια, μα εκείνη όση ώρα θα τρώει δε θα σταματήσει να την κοιτάει, και θα πλύνει τα πιάτα αμέσως μετά και θα πάει να ξαπλώσει, κι όταν ξυπνήσει θα νοσταλγήσει ξανά εκείνο το τσιγάρο που δεν το ξαναδοκίμασε ποτέ, δεκάξι χρόνια τώρα δεν το ‘χει ξαναδοκιμάσει.

– Είναι πολύς ο χρόνος Δημητρό μου! Που να τον χωρέσω τόσο χρόνο;

Εικ.: Pablo Picasso, woman at the window
Posted in Writings | Tagged , , , | Leave a comment

Η ιστορία του κόσμου σε 10 1/2 κεφάλαια του Julian Barnes


altamira“Το ζήτημα πάντως ήταν ότι πετούσαν. Δεν πίστευε ότι ο Άγιος Βασίλης στριμωχνόταν στην καμινάδα και κατέβαινε για να αφήσει τα δώρα στα πόδια του κρεβατιού σου, αλλά πίστευε ότι οι τάρανδοι πετούσαν. Πολλοί και διάφοροι προσπάθησαν να την μεταπείσουν· άμα πιστεύεις αυτό, της έλεγαν, μπορεί να πιστέψεις οτιδήποτε σου πούνε. Τώρα όμως που είχε γίνει δεκατεσσάρων, είχε κοντά μαλλιά, μεγάλο πείσμα και έτοιμη την απάντηση. Όχι, τους έλεγε, αν εσείς μπορούσατε να πιστέψετε ότι οι τάρανδοι πετάνε, τότε θα συνειδητοποιούσατε ότι τα πάντα είναι πιθανά. Τα πάντα.”

Εικ: Altamira cave paintigs
Posted in Readings | Tagged , , , , | Leave a comment

Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ του Julian Barnes


david_hockney_FÉLICITÉ SLEEPING WITH PARROT“Η φόρμα δεν είναι κανένα πανωφόρι που το πετάμε πάνω από τη σάρκα της σκέψης· είναι η ίδια η σάρκα της σκέψης. Δεν νοείται Ιδέα χωρίς Φόρμα όπως δεν νοείται Φόρμα χωρίς Ιδέα. Τα πάντα στην τέχνη εξαρτώνται από την εκτέλεση: η ιστορία μιας ψείρας μπορεί να είναι εξίσου υπέροχη με την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.Πρέπει κανείς να γράφει σύμφωνα με τα αισθήματά του, να είναι σίγουρος ότι αυτά τα αισθήματα είναι αληθινά, και να αφήνει όλα τα άλλα να πάνε να πνιγούν. Όταν μια αράδα είναι καλή, παύει να ανήκει σε οποιαδήποτε σχολή”

Απολαυστικό, έξυπνο, πλούσιο, ευφάνταστο. Ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα και όχι η βιογραφία του Φλωμπέρ.

Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο, τον Τζέφρι Μπρεϊθγουέιτ, και του δίνει τρεις διαφορετικές ιδιότητες:

  • την ιδιότητα του αφηγητή στο βιβλίο του
  • την ιδιότητα του αναγνώστη των έργων του Φλωμπέρ
  • την ιδιότητα του ερευνητή και βιογράφου του Φλωμπέρ

Ο συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τρεις ιστορίες:

  • η ιστορία του Φλωμπέρ (ή οι διαφορετικές εκδοχές της ανάλογα με την οπτική γωνία του αναγνώστη)
  • η ιστορία του αφηγητή, όπως αυτή ξεδιπλώνεται παράλληλα με την αφήγηση της έρευνάς του
  • η ιστορία της έρευνας για τη βιογραφία του Φλωμπέρ (δηλαδή η ιστορία του Φλωμπέρ)

Στην ουσία όμως τίποτα δεν είναι τόσο διακριτό και ξεκάθαρο, γιατί:

  1. ο αφηγητής είναι: εν μέρει ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο με μια προσωπική ιστορία που αναδιπλώνεται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, εν μέρει ο αναγνώστης του Φλωμπέρ ή οποιοσδήποτε αναγνώστης (ακόμα κι εμείς), και εν μέρει η φωνή του συγγραφέα.
  2. η ιστορία (βιογραφία) του Φλωμπέρ είναι: εν μέρει πραγματική (αν και υπάρχουν πολλές και διαφορετικές εκδοχές αυτής της πραγματικότητας), εν μέρει προϊόν της φαντασίας του βιογράφου της και εν μέρει προϊόν της φαντασίας του αναγνώστη ή και όλα μαζί.
  3. η ιστορία του αφηγητή (του Μπρεϊθγουέιτ) είναι μια βιωμένη ιστορία για τον ίδιο και ένα προϊόν μυθοπλασίας για εμάς τους αναγνώστες, αλλά και για τον αφηγητή που ανατρέχει στη φαντασία του για να καλύψει τα κενά των όσων γνωρίζει.

«Τρεις ιστορίες αντιμάχονται μέσα μου. Μία για τον Φλωμπέρ, μία για την Έλεν και μία για μένα. Η δική μου είναι η πιο απλή από τις τρεις –δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αποδεικνύει πειστικά την ύπαρξή μου- κι όμως αυτή είναι που με δυσκολεύει περισσότερο απ’ όλες. Η ιστορία της γυναίκας μου είναι πιο περίπλοκη, και πιο επείγουσα· αλλά και σ’ αυτήν αντιστέκομαι. Καλύτερα να φυλάς το καλύτερο για το τέλος, όπως έλεγα προηγουμένως; Μπα, δεν νομίζω· μάλλον το αντίθετο θα ‘λεγα. Αλλά μέχρι να σας πω την ιστορία της, θέλω να είστε προετοιμασμένοι: δηλαδή, θέλω να έχετε στη διάθεσή σας αρκετά βιβλία, και παπαγάλους και χαμένες επιστολές, και αρκούδες, και τις απόψεις της δρα Ίνιντ Στάρκι, ακόμα και τις απόψεις του δρα Τζέφρι Μπρεϊθγουέιτ. Τα βιβλία δεν είναι ζωή, όσο κι αν θα το προτιμούσαμε. Η ιστορία της Έλεν είναι αληθινή· ίσως αυτός να ‘ναι ο λόγος που σας λέω την ιστορία του Φλωμπέρ αντί για τη δική της.»

Με τον ιδιότυπο αυτό χειρισμό του θέματός του, ο συγγραφέας επισημαίνει την υπέρβαση των ορίων ανάμεσα στη μυθοπλασία και τη μη μυθοπλασία. Μια πραγματική ιστορία που αφηγούμενη κινείται στα όρια ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ένα προϊόν μυθοπλασίας καθορίζεται από τα βιωματικά στοιχεία, την οπτική γωνία και την αντίληψη τόσο του συγγραφέα όσο και του αναγνώστη.

Η ιστορική αλήθεια για τη ζωή του Φλωμπέρ αμφισβητείται, από τη στιγμή που δεν υπάρχει μία αντικειμενική αλήθεια αλλά διαφορετικές γωνίες θέασης ανάλογα με τα δεδομένα που εξετάζονται και την αντίληψη του θεατή. Τα τρία διαφορετικά βιογραφικά στην αρχή του βιβλίου ενισχύουν τη θέση αυτή. Επιπλέον ο αφηγητής προσπαθεί να προσεγγίσει την ιστορική αλήθεια για τη ζωή του Φλωμπέρ μέσα πολλούς διαφορετικούς τρόπους (εδάφια του Φλωμπέρ, λογοτεχνικές κριτικές και αναλύσεις, μαθητικά γραπτά εξετάσεων για τον Φλωμπέρ και, τέλος, μια επινοημένη από τον ίδιο, εκδοχή της σχέσης του Φλωμπέρ με την Λουίζ Κολέ, από την οπτική της Κολέ), όχι για να φτάσει όσο πιο κοντά σ’ αυτήν γίνεται αλλά για να ενισχύσει το ανέφικτο της προσπάθειας αυτής.

«Μπορούμε να μελετάμε αρχεία για ολόκληρες δεκαετίες, αλλά κάθε τόσο μπαίνουμε στον πειρασμό να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά και να δηλώσουμε ότι η ιστορία είναι απλώς ένα ακόμα λογοτεχνικό είδος: το παρελθόν είναι αυτοβιογραφική μυθοπλασία που παριστάνει ότι είναι κοινοβουλευτική έκθεση.»

Η κατάρρευση της σημασίας του πρωτότυπου, του αυθεντικού και η εξίσωσή του με το αντίγραφο απεικονίζεται στην ιστορία του βαλσαμωμένου παπαγάλου που δανείστηκε ο Φλωμπέρ από το μουσείο προκειμένου να γράψει το μυθιστόρημα «μια απλή καρδιά». Ο Φλωμπέρ παραποίησε τα χαρακτηριστικά του παπαγάλου στο κείμενο του με αποτέλεσμα αυτό που εμφανιζόταν στο κείμενο να μοιάζει περισσότερο σε ένα από τα πενήντα βαλσαμωμένα πουλιά που διέθετε το μουσείο παρά στο αυθεντικό. Το είδωλο του παπαγάλου στα γραπτά του Φλωμπέρ καθιστά αδιάφορο και ανίσχυρο το πρωτότυπο.

Εξέχουσα θέση στο βιβλίο, όπως και σε πολλά από τα βιβλία του Φλωμπέρ, έχει ο παπαγάλος. Ο παπαγάλος είναι αυτός που επαναλαμβάνει τα λόγια που ακούει, αυτοματοποιεί τις φράσεις εκφέροντάς τις χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία. Ο παπαγάλος είναι το έμβλημα του λόγου, είναι ο ίδιος ο αφηγητής ή ο συγγραφέας ή ο αναγνώστης, που εγκλωβίζεται μέσα στο λόγο και καθορίζεται από αυτόν. Η προσπάθεια απελευθέρωσης από τα στεγανά του λόγου αποτελεί μόνιμη αγωνία του καλλιτέχνη, ώστε το έργο του να είναι όσο περισσότερο γίνεται ειλικρινές.

εικ: David Hockney, Felicite sleeping with parrot

Posted in Readings | Tagged , , , , | 2 Comments

Έμφυτο Ελάττωμα του Thomas Pynchon


inherent viceΠριν λίγο τελείωσα το “Έμφυτο Ελάττωμα” και αισθάνομαι ένα κενό, το κενό που σου αφήνει ένα βιβλίο που τελείωσε, ενώ δεν ήθελες να τελειώσει. Από την πρώτη σελίδα του μέχρι την τελευταία διάβαζα ασταμάτητα (κι όποτε αναγκαστικά έπρεπε να διακόψω το σκεφτόμουν ασταμάτητα). Μπροστά στο you tube, διάβαζα και άκουγα παράλληλα τα τραγούδια από το soundtrack του βιβλίου. Στο μυαλό μου σκηνές από ταινίες με τον John Garfield ή την Casablanca. Στο στόμα μου η γεύση της φούντας και στ’ αυτιά μου η Janis Joplin, ο Jimmy Hendrix και οι Jefferson Airplane να τραγουδάνε στο Woodstock, όπως τους θυμάμαι από τις βιντεοκασέτες που, στις αρχές της δεκαετίας του 80, έγραφα με μανία από κάποιες εκπομπές της κρατικής τηλεόρασης.

 Ένα βιβλίο που το διάβασα με όλες μου τις αισθήσεις και που, αν και εγώ δεν έζησα την περίοδο εκείνη στην Αμερική, θα ήθελα πάρα πολύ όλα όσα αναφέρονταν μέσα να ήταν και δικά μου βιώματα. Θα ξαναγυρίσω σ’ αυτό κάποια στιγμή, αναζητώντας για δεύτερη φορά το εξαιρετικό χιούμορ, τους διαρκείς υπαινιγμούς, τις ανατροπές της πραγματικότητας. Κυρίως όμως θα ξαναγυρίσω για να μπω σ’ αυτή τη μοναδική ατμόσφαιρα, σε ότι με έκανε να μη θέλω να βγω από αυτές τις 435 σελίδες του.

Posted in Readings | Tagged , , , , | Leave a comment

Έμφυτο Ελάττωμα του Thomas Pynchon – αποσπάσματα


woodstock“Ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ που κάνει εδώ και χρόνια χρήση παραισθησιογόνων ουσιών σ’ αυτή την πόλη δεν μπορεί να μην λαμβάνει κάποιου είδους έξω-αισθητηριακά σήματα, και η αλήθεια είναι ότι, από την ώρα που πέρασε το κατώφλι αυτού του μέρους, ο Ντοκ δεν μπορούσε παρά να προσέξει μια κάποια, θα έλεγε κανείς, αύρα. Αντί για τελετουργική χειραψία, ή έστω ένα χαμόγελο, όλοι όσοι του συστήθηκαν τον χαιρέτησαν με την ίδια στερεότυπη φράση -“Τι μέρος του λόγου είσαι, ρε φίλε;”-, πράγμα που υποδήλωνε υψηλά επίπεδα αμηχανίας, ακόμη και φόβου, απέναντι σε οποιονδήποτε δεν μπορούσαν να βάλουν σ’ ένα τσουβάλι και να του κρεμάσουν μια ταμπέλα.

Αυτό φαίνεται πως γινόταν όλο και συχνότερα τελευταία, στην  ευρύτερη περιοχή του Λος Άντζελες, σε συνάξεις ανέμελων νεαρών και ευτυχισμένων μαστούρηδων, όπου ο Ντοκ είχε αρχίσει να παρατηρεί και μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες, που ήταν εκεί, αλλά και δεν ήταν εκεί, άκαμπτους, αγέλαστους, που ήξερε πως τους είχε ξαναδεί, όχι απαραίτητα τα πρόσωπά τους, αλλά την αγέρωχη στάση τους, την άρνησή τους να βγουν, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι στις ψυχεδελικές εκδηλώσεις εκείνης της εποχής, έξω από το περίβλημα της επιδερμίδας τους. Όπως οι πράκτορες που είχαν πάρει τον Κόι Χάρλινγκεν τις προάλλες σ’ εκείνη τη διαδήλωση στο Σέντσουρι Πλάζα. Ο Ντοκ τους ήξερε αυτούς τους ανθρώπους, είχε δει πολλούς από δαύτους στη δουλειά του. Πήγαιναν και μάζευαν χρέη, έσπαγαν πλευρά, απέλυαν κόσμο, είχαν το αυστηρό τους βλέμμα στραμμένο σε οτιδήποτε μπορούσε ν’ αποτελέσει απειλή. Αν τα πάντα σ’ αυτό το προεπαναστατικό όνειρο ήταν στην πραγματικότητα καταδικασμένο να τελειώσει, και ο άπιστος και κινούμενος από το χρήμα κόσμος να ανακτήσει τον έλεγχο όλων των ζώων που ένιωθε πως ήταν δικαίωμά του να αγγίζει, να θωπεύει και να κακοποιεί, τότε πράκτορες όπως αυτοί, πειθήνιοι και σιωπηλοί, αφοσιωμένοι στη σκατένια τους δουλειά, ήταν αυτοί που θα το έκαναν να συμβεί.

Θα μπορούσε, άραγε, σε όλες τις συγκεντρώσεις -συναυλίες, συλλαλητήρια για την ειρήνη, συνάξεις των φυλών, συνάξεις των φρικιών, εδώ, στα βόρεια, στα ανατολικά, οπουδήποτε- αυτοί οι σκοτεινοί υπάλληλοι, δουλεύοντας στα υπόγεια, να αφαιρούσαν τη μουσική, την αντίσταση στην εξουσία, τον ερωτικό πόθο, επικό ή καθημερινό, ό,τι μπορούσαν να μαζέψουν, για λογαριασμό των αρχαίων δυνάμεων της απληστίας και του φόβου;”

Posted in Readings | Tagged , , , , | Leave a comment

Η ερωτική εικόνα – Michel Tournier, Πόλεις μάσκες κορμιά


HorsfieldΤι είναι ερωτισμός; Είναι η ίδια η σεξουαλικότητα στην απόλυτη έννοιά της, στην άρνηση δηλαδή να τεθεί στην υπηρεσία της διαιώνισης του είδους. Είναι η άσκηση της σεξουαλικότητας ως αυτοσκοπού, ως καθαρής απόλαυσης. Όπως και η γαστρονομία ξεχωρίζει την τροφή από τη θρεπτική της λειτουργία, την ανυψώνει σε απόλυτη αξία και κάνει τη μαγειρική μία τέχνη ευγενή. Ο γαστρονόμος και ο πεινασμένος, δεν μπορούν παρά να γυρίσουν ο ένας την πλάτη στον άλλον. Όταν η βικτωριανή ηθική καταδικάζει κάθε σεξουαλική πράξη που δεν τελείται υπό τους όρους της αναπαραγωγής και με μοναδικό της στόχο αυτή την αναπαραγωγή, επιτίθεται απλούστατα στον ερωτισμό. Όταν ο Ναπολέων, διώχνοντας τη στείρα Ζοζεφίνα για να παντρευτεί την Μαρία Λουίζα, έλεγε “παντρεύομαι μια κοιλιά”, στερούσε εκ των προτέρων τη σχέση που θα είχε με τη μέλλουσα γυναίκα του από κάθε έννοια ερωτισμού. Και αντιστρόφως, το αντισυλληπτικό χάπι και η άμβλωση, που η λειτουργία τους είναι να αφαιρούν από τη σεξουαλική πράξη την αναπαραγωγική της σημασία, είναι σύμμαχοι και βοηθοί του ερωτισμού. Η ομοφυλοφιλία, εκ φύσεως ξεκομμένη από την αναπαραγωγή, είναι πολύ πιο αθώα ερωτικά απ’ ότι η εξαναγκασμένη σε επικίνδυνες και εγκληματικές υπεκφυγές ετεροφυλία.

Η αναπαραγωγή οριοθετείται αυστηρά στον χώρο και στον χρόνο. Κανονικά, ένας οικογενειάρχης με τρία παιδιά, δεν θα έπρεπε να έχει κάνει έρωτα παρά μόνο τρεις φορές στη ζωή του, κι αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν απέκτησε δίδυμα! Ο άντρας όμως έχει κατά μέσον όρον από πέντε ως δέκα χιλιάδες εκσπερματώσεις στη διάρκεια της ζωής του και είναι, μαζί με το γουρούνι, το μόνο ζώο που κάνει έρωτα όλες τις εποχές. Αυτοί οι αριθμοί αποδεικνύουν την απάτη της βικτωριανής ηθικής και την αχαλίνωτη ερωτική κλίση του ανθρώπου.

Η επεκτατική δύναμη του ερωτισμού, προχωρεί σε όλους τους τομείς. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για πανερωτισμό, για ερωτικό ιμπεριαλισμό. Όλοι οι δρόμοι και οι δίοδοι είναι καλοί γι αυτόν. Εκμεταλλεύεται ακόμη και τα εμπόδια που του ορθώνουν το μίσος και ο φόβος  του φύλου που παίζουν τον ρόλο της ηθικής της κοινωνίας. Ο Δον Ζουάν δεν είναι τίποτα άλλο από τη μυθολογική προσωποποίηση του ερωτισμού που προκαλεί την κοινωνία, τον γάμο και τη θρησκεία και δηλώνει το θάρρος και τη χαρά του εναντίον της ευνουχιστικής τάξης των πραγμάτων. Είναι γεγονός ότι ο ερωτισμός του Δον Ζουάν, φυλακισμένος σε μια κοινωνία διπλομανταλωμένη -την Ισπανία του 16ου αιώνα- δεν μπορεί να εκφραστεί παρά με την ψευδορκία, τη βλασφημία και το φόνο. Σ’ αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση, ξαναβρίσκουμε τη φρικτή και αιματηρή διαλεκτική που αντιθέτει, σαν δυο αδελφούς εγκληματίες και εχθρούς μεταξύ τους, την τρομοκρατία και την αντιτρομοκρατία.

photo: Craigie Horsfield
Posted in Readings | Tagged , , , , , | Leave a comment

Carlos Sorin: La Ventana (The Window) [2008]


la_ventana

Μια μέρα -η τελευταία- από τη ζωή του Αντόνιο, ενός 80χρονου συγγραφέα που πάσχει από την καρδιά του. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι με ορό περιμένει, από ώρα σε ώρα, την επίσκεψη του γιού του, διάσημου πιανίστα που ζει στην Ευρώπη και έχει χρόνια να γυρίσει στον τόπο του. Η μέρα του Αντόνιο ξεκινάει με ένα παράξενο όνειρο, μια ανάμνηση από την παιδική του ηλικία. Η οικονόμος και η νοσοκόμα του τον φροντίζουν ενώ κάνουν παράλληλα όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για την άφιξη του γιού. Ο Αντόνιο δέχεται την επίσκεψη του γιατρού και φίλου του, που τον εξετάζει και μιλούν για λογοτεχνία. Πριν φύγει του κάνει δώρο μια πρώτη έκδοση ενός βιβλίου του Μπόρχες, που ο ίδιος ο Μπόρχες είχε δωρίσει στον Αντόνιο. Κάτω ένας τεχνικός επιδιορθώνει ένα παλιό πιάνο, ώστε να είναι έτοιμο πριν έρθει ο γιος. Ο Αντόνιο σηκώνεται, παίρνει στο χέρι του τον ορό του, φοράει το σακάκι του και το πάναμα καπέλο του και βγαίνει έξω στα κτήματά του. Περπατάει αργά και απολαυστικά στην υπέροχη φύση, βλέπει το περιβόλι του, τα άλογα, τα χορτάρια, κατουράει με χαρά στο χώμα, μέχρι που κουράζεται και πέφτει κάτω. Δυο νέες γυναίκες τον βρίσκουν και ειδοποιούν τους δικούς του για να τον μεταφέρουν στο σπίτι του. Λίγη ώρα μετά φτάνει και ο γιός του με τη φίλη του. Ο Αντόνιο παραγγέλνει από το κελάρι μια παλιά καλή σαμπάνια για να κάνει πρόποση. Λίγη ώρα μετά πεθαίνει.

Αυτή η τόσο σύντομη πλοκή γίνεται μια υπέροχη, ποιητική ταινία στα χέρια ενός καλλιτέχνη σαν τον Carlos Sorin. Όπως και στο “Historias minimas“, η ματιά του διεισδύει στα στοιχεία εκείνα που καμιά περιγραφή δεν μπορεί να αποκαλύψει και χρησιμοποιώντας την τέχνη του, τα αναδεικνύει και τα απογειώνει. Και αυτό το κάνει με τον πιο σεμνό και συγκρατημένο τρόπο, με μια απαράμιλλη διακριτικότητα στους συμβολισμούς του που προκαλούν τον θεατή να συμμετέχει με τη φαντασία του στην ταινία.

Η ταινία ξεκινάει με το όνειρο του Αντόνιο, ένα ασπρόμαυρο ταινιάκι, σαν λήψη με παλιά κινηματογραφική κάμερα που δείχνει, μέσα από τα μάτια του Αντόνιο όταν ήταν παιδί, το παιδικό του δωμάτιο και την μητέρα του να εισέρχεται μέσα σ’ αυτό για να του συστήσει την καινούρια του γκουβερνάντα. Ακούγεται ο ήχος της κινηματογραφικής μηχανής και η μουσική από το πάρτι των γονιών του. Το όνειρο ξεκινάει εντελώς φλου και με ένα fade-in γίνεται πιο νετ. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κλείνει η ταινία, μόνο που εκεί γίνεται ένα fade-out και το φιλμάκι που περιγράφει το όνειρο σβήνει, όπως και η ζωή του Αντόνιο που κλείνει τα μάτια του στην προσμονή ενός τελευταίου φιλιού.

Οι λεπτομέρειες, οι λεπτές αποχρώσεις που με τόσο ποιητικό τρόπο παρουσιάζει ο σκηνοθέτης, είναι η ουσία όλης της ταινίας, με αποτέλεσμα η ελάχιστη αυτή ιστορία να μετατρέπεται σε ένα έργο τέχνης. Η ταινία δεν είναι απλά η τελευταία μέρα της ζωής του Αντόνιο, αλλά η παγιδευμένη μέλισσα που τον σηκώνει από το κρεβάτι του για να την ελευθερώσει, το απολαυστικό κατούρημα στο χώμα, τα παιδικά στρατιωτάκια που βρέθηκαν παγιδευμένα στις χορδές του πιάνου και που καμιά στιγμή δεν ξεκαθαρίζεται το πως βρέθηκαν εκεί, ο ήχος της μέλισσας που ξανακούγεται όταν ο Αντόνιο ξαναγυρίζει στο κρεβάτι του και οι χτύποι του ρολογιού που μετρούν αντίστροφα το χρόνο της ζωής του που εκείνες τις τελευταίες στιγμές γίνεται τόσο σημαντικός.

Posted in Cinema | Tagged , , , | Leave a comment

Κομμάτια


Robert-Frank_London-StreetΓια ώρα πολλή περπατούσα εντελώς αφηρημένος. Νόμιζα ότι οι άλλοι έρχονταν πίσω μου αλλά μάλλον κάπου θα σταμάτησαν. Χάθηκα! Βρέθηκα, να περπατάω μόνος σ’ ένα δρόμο άγνωστο. Συνέχισα με την ελπίδα να αντικρίσω μια οικεία εικόνα. Ο ήλιος του καταμεσήμερου με ζέσταινε ευχάριστα. Οι άνθρωποι που περνούσαν από δίπλα μου ήταν ντυμένοι με τα ρούχα του καλοκαιριού· κοντά μανίκια, φανελάκια, βερμούδες, σανδάλια. Έστριψα σ’ έναν δρόμο μεγαλύτερο, με νησίδα στη μέση, με ψηλά κτίρια και στοές. Άγνωστος κι αυτός. Περπατούσα ασταμάτητα μέχρι που αφαιρέθηκα ξανά. Δεν θυμάμαι τι σκεφτόμουν, αν σκεφτόμουν, όταν ξαφνικά σκοτείνιασε. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από μαύρα σύννεφα. Αισθάνθηκα στο δέρμα μου τις πρώτες ψιχάλες της βροχής που μέσα σε λίγα λεπτά είχαν μετατραπεί σε μια δυνατή καλοκαιρινή μπόρα. Μπήκα γρήγορα σε μια στενή στοά για να προστατευτώ. Ο διάδρομος αυτός τελείωνε σε μια πανύψηλη σιδερένια πόρτα. Ήταν η είσοδος ενός αυστηρού και πιθανόν εξίσου πανύψηλου κτιρίου. Στάθηκα εκεί με την πλάτη ακουμπισμένη στο κρύο μέταλλο και την ελπίδα ότι η βροχή θα σταματούσε σύντομα. Κοιτούσα προς το άνοιγμα της στοάς που πλαισίωνε σαν κορνίζα ένα κομμάτι του δρόμου με τη νησίδα, ένα κομμάτι του απέναντι κτιρίου κι ένα κομμάτι της βροχής. Άνθρωποι με μακριά αδιάβροχα και ομπρέλες διέσχιζαν βιαστικά το κάδρο μου, άλλοτε ένας μόνος του, άλλοτε δύο μαζί ή και περισσότεροι. Κάποιοι μιλούσαν στο κινητό τους, κάποιοι άλλοι μιλούσαν στον διπλανό τους, κάποιοι δεν μιλούσαν. Χάνονταν γρήγορα. Μετά περνούσαν άλλοι, με διαφορετικά αδιάβροχα και ομπρέλες. Μιλούσαν, άλλοτε δυνατά κι άλλοτε σιγανά. Χάνονταν κι αυτοί, αφήνοντας στο κάδρο μου ένα κομμάτι του δρόμου με τη νησίδα, ένα κομμάτι του απέναντι κτιρίου, ένα κομμάτι της βροχής και τις λέξεις τους…

photo: Robert Frank, London Street
Posted in Writings | Tagged , , | Leave a comment