Από ώρα έχει καθίσει στην πολυθρόνα, μπροστά στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας της και κοιτάει κάτω στην πλατεία. Από το παράθυρο αυτό βλέπει καλύτερα και χωρίς να την εμποδίζουν τα κάγκελα του μπαλκονιού της. Το διαμέρισμά της είναι στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας από αυτές που έχουν πρόσοψη στην πλατεία. Ένα δυάρι, απλό και νοικοκυρεμένο. Ένα σαλόνι, μια κρεβατοκάμαρα, λουτρό και κουζίνα, έχει να φροντίζει και να «λατρεύει» όπως λέει κι η ίδια. Μπροστά στη βεράντα του σαλονιού είναι το καμπαναριό. Κάθε πρωί ξυπνάει με το χτύπημα της καμπάνας και ξεκινάει το μαγείρεμα και τη «λάτρα» της. Μέχρι να φτάσει το μεσημέρι τα έχει τελειώσει όλα για να ‘χει ελεύθερο το χρόνο της, να ξεκουραστεί λιγάκι, να ασχοληθεί με το εργόχειρο της, να δει τα παιδιά και τα εγγόνια της. Μα μόλις τελειώσει τις δουλειές της θα κάτσει για λίγο στην πολυθρόνα της για να κοιτάει στην πλατεία τα λεωφορεία που έρχονται.
Με το που αρχίζει να καλοκαιριάζει, βγάζει την πολυθρόνα στο μπαλκόνι και την έχει εκεί συνέχεια, όχι μόνο για να κοιτάζει κάτω στην πλατεία, αλλά και για να κάνει πολλές από τις δουλειές της· να καθαρίσει το ρύζι, να τρίψει τη ρίγανη, να φτιάξει με φρέσκο ζυμάρι τον φιδέ της. Ότι μπορεί το κάνει εκεί, καθισμένη στην πολυθρόνα με το ροζ κάλυμμα, μυρίζοντας τα πολύχρωμα λουλούδια της και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην πλατεία. Μόλις όμως η ώρα πάει τρεις και μισή, αφήνει ότι κάνει, μαζεύει ότι κρατάει και το πάει στην κουζίνα, βγάζει την ποδιά της, χτενίζει λίγο τα μαλλιά της και κάθεται στην πολυθρόνα της κοιτώντας με προσμονή το δρόμο.
Περιμένει το λεωφορείο που θα φέρει τον άντρα της απ’ τη δουλειά. Θέλει να τον δει να κατεβαίνει και να έρχεται προς το σπίτι. Τον χαζεύει που σταματάει στο περίπτερο και αγοράζει σοκολάτες, σοκολάτες υγείας, αυτές αρέσουν στα εγγόνια του και θέλει να υπάρχουν πάντα δύο στο ψυγείο γιατί σαν έρθουν στο σπίτι το απόγευμα, πρώτη τους δουλειά είναι να τρέξουν και να πάρουν τη σοκολάτα τους. Αγοράζει και μία ακόμα, γάλακτος αυτή, με αμύγδαλα για κάποιον που δεν έχει προβλέψει. Προχωράει με αργά βήματα προς το σπίτι. Ίσως δεν ξέρει ότι η γυναίκα του, η Αριστέα, είναι καθισμένη μπροστά στο παράθυρο και τον κοιτάει. Δεν ξέρει τις πρωινές της συνήθειες, πως οργανώνει το χρόνο της όταν αυτός λείπει στο γραφείο. Το μόνο που ξέρει είναι πως στην κουζίνα το τραπέζι είναι στρωμένο, το φαγητό μοσχοβολάει σε όλο το σπίτι και εκείνη περιμένει να ακούσει το κλειδί του να ανοίγει την πόρτα για να το σερβίρει στα πιάτα.
Η Αριστέα δεν μαγειρεύει ποτέ μόνο ένα φαγητό. Πάντα στο τραπέζι υπάρχει και ένα πιάτο στη μέση με ένα δεύτερο φαγητό, προορισμένο για να τους ανοίξει την όρεξη, ουσιαστικά για να ευχαριστήσει τον άντρα της όσο περισσότερο μπορεί. Θέλει να χαίρεται με αυτά που τρώει και να μην βαριέται ποτέ. Όλα είναι φροντισμένα στην εντέλεια. Τα μαχαιροπήρουνα απ’ τη μία και απ’ την άλλη μεριά του πιάτου, μια υφασμάτινη πετσέτα που ο Δημήτρης θα κρεμάσει από τον γιακά του για να μην λερωθεί καθώς θα τρώει, δεξιά από το πιάτο το ποτήρι και στο κέντρο του τραπεζιού, η σαλάτα, το πιάτο με το δεύτερο φαγητό και ένα μικρό πιατάκι με ελιές ή τουρσί που έχει φτιάξει η ίδια. Αφού φάνε με κάθε επισημότητα, η Αριστέα μαζεύει όλα τα πιάτα και βγάζει από το ψυγείο ένα μικρό πιατάκι με κάποιο τυρί. Το ακουμπάει στο τραπέζι μαζί με το καλαθάκι με το ψωμί, κομμένο σε λεπτές φέτες. Έτσι τελειώνουν το μεσημεριανό τους γεύμα και σηκώνονται από το τραπέζι.
Παρά το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή του γεύματος επαναλαμβάνεται καθημερινά, εκείνοι αισθάνονται ότι κάθε μέρα συμβαίνει κάτι καινούριο. Το διαφορετικό φαγητό, η διαφορετική σαλάτα, το καινούριο τυρί που θα δοκιμάσουν, ο καιρός που τη μία είναι βροχερός και κρύος και κάνει πιο νόστιμη τη ζεστή φασολάδα, ενώ την άλλη ο ηλιόλουστος ουρανός βάζει στο τραπέζι τους τηγανητά ψαράκια, όλα αυτά αλλά και άλλα που κάποιος, έξω από τους δύο συντρόφους, δεν γνωρίζει, κάνουν την κάθε μέρα τους μια καινούρια εμπειρία και απόλαυση. Και φυσικά δεν είναι μόνο η διαδικασία του μεσημεριανού φαγητού που επαναλαμβάνεται. Ο Δημήτρης έχει τη συνήθεια να κοιμάται για μια ώρα τα μεσημέρια. Αυτή την ώρα η Αριστέα μαζεύει το τραπέζι, πλένει τα πιάτα και πιάνει για λίγο το εργόχειρό της, μέχρι να ξυπνήσει ο Δημήτρης και να ψήσει τα καφεδάκια τους. Εκείνος παίρνει δυο τσιγάρα από την κασετίνα με τα καρέλια του, τα βάζει και τα δύο μαζί στο στόμα του και τα ανάβει, ένα για κείνον και ένα για την Αριστέα του. Είναι το μοναδικό τσιγάρο που καπνίζει μέσα στη μέρα και θέλει να το απολαύσει μαζί της.
Από το απόγευμα μέχρι το βράδυ το κουδούνι και το τηλέφωνο δεν σταματούν να χτυπούν. Τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, οι γείτονες, τα αδέρφια και οι φίλοι. Στ’ αλήθεια πόσοι φίλοι! Όλοι αυτοί θα πάρουν τηλέφωνο κάθε τόσο για να περάσουν από το σπίτι για ένα καφεδάκι, ή και χωρίς τηλέφωνο, θα χτυπήσουν το κουδούνι να πουν ένα γεια, να φέρουν ένα κομμάτι γλυκό που βγήκε αχνιστό από το φούρνο τους. Και δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τα τραπεζώματα. Πολλές φορές τα μεσημέρια, καθώς κοιτάει η Αριστέα από το παράθυρό της, βλέπει τον Δημήτρη να κατεβαίνει από το λεωφορείο παρέα με κάποιον συνάδελφο και να βαδίζουν προς το σπίτι. Τότε αυτή σηκώνεται τρέχοντας για να προσθέσει άλλο ένα σερβίτσιο στο τραπέζι και να σκεφτεί πως θα περιποιηθεί καλύτερα τον απρόσμενο καλεσμένο της. Φαγητό υπάρχει πάντα για να φιλέψει κάποιον που θα προσκαλέσει ο άντρας της χωρίς να την έχει προειδοποιήσει. Έχει μάθει άλλωστε τόσα χρόνια να καλοδέχεται και να αγαπά τον παρορμητισμό του. Η καλοσύνη του και η ανοιχτοσύνη του τον κάνουν να παραβλέπει κάθε πρακτικό πρόβλημα αν πρόκειται να ευχαριστήσει και να βοηθήσει έναν φίλο, έναν συγγενή ή έναν άγνωστο ακόμα. Ντυμένη και καλοχτενισμένη, η Αριστέα, ανοίγει την πόρτα και τους υποδέχεται με ένα πλατύ χαμόγελο σαν να τους περίμενε.
Μα δεν ήταν πάντα έτσι, όλο χαρές και γαλήνη η ζωή τους. Πέρασαν δύσκολα χρόνια, δυσβάσταχτα, θαύμα το πώς άντεξαν. Πρώτα ο πόλεμος, μετά ο εμφύλιος. Ο Δημητρός έλειπε, στρατιώτης πρώτα, εξόριστος στη συνέχεια. Πάνω από δυο χρόνια η Αριστέα δεν ήξερε αν ήταν ζωντανός ή πεθαμένος, και δεν είχε χρόνο ούτε και δύναμη να κλάψει στην απουσία του. Είχε ένα παιδί να μεγαλώσει, τη Ρηνούλα της, έξι ετών τότε που έφυγε ο πατέρας της. Έπρεπε να βρίσκει φαγητό κάθε μέρα για να τρώνε, να μην πάθει η μικρή της αβιταμίνωση. Και έπρεπε και εκείνη να μπορεί να στέκεται στα πόδια της και να φροντίζει για όλα, όχι μόνο για την κόρη της μα και για το παιδί που της άφησε ο Δημητρός στην κοιλιά της και που το έριξε ένα βράδυ μόνη της, πίνοντας χοντρές γουλιές από τα γιατροσόφια που της έδωσε μια γειτόνισσα. Που να βρεθεί φαγητό για άλλο ένα στόμα τώρα που έλειπε εκείνος; Και μέσα σ’ όλα έτρεχε μέρα νύχτα από ‘δω κι από ‘κει να ρωτά τον κάθε ένα γνωστό που να βρίσκεται ο άντρας της κι αν είναι ζωντανός ή πεθαμένος.
Κάποια φορά ξεκίνησε μαζί με τη Ρηνούλα να πάει στη Θεσσαλονίκη, να βρει έναν φίλο του Δημήτρη που είχε τις γνωριμίες και τα μέσα. Μίσθωσε ένα τρίκυκλο, έβαλε μέσα σ’ ένα πατσαβούρι μια χούφτα ελιές και δυο παξιμάδια για το δρόμο, πήρε κι ένα παγούρι με νερό και δεν έβλεπε την ώρα να συναντήσει το σωτήρα της. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες μετά έφτασαν επιτέλους. Πήγαν κατευθείαν στο σπίτι του φίλου, να τον παρακαλέσει να μάθει για τον άντρα της. Θα νοιαζόταν δεν μπορεί, άλλωστε φίλος του ήταν ο Δημητρός. Τις υποδέχτηκε στην κουζίνα του σπιτιού κι άρχισαν να κουβεντιάζουν για τον πόλεμο, για τη φτώχεια, για τον Δημητρό και για την αβιταμίνωση της Ρηνούλας. Με την άκρη του ματιού της, η Αριστέα, διέκρινε ένα μεγάλο σακί με σταφίδες, στη γωνία, κάτω από τη σκάλα που ανέβαινε στα υπνοδωμάτια. Αμέσως ζήτησε από τον φίλο του άντρα της ένα ποτήρι νερό και μόλις αυτός σηκώθηκε για να της το φέρει, τράβηξε και τη Ρηνούλα και άρχισαν να τρώνε, πάνω από το σακί με τις σταφίδες, όσες περισσότερες μπορούσαν. Φούσκωσαν και τις τσέπες τους και γύρισαν γρήγορα στις θέσεις τους, πριν πάρει χαμπάρι ο οικοδεσπότης την κλοπή και την πείνα τους. Λίγη ώρα αργότερα, ο φίλος του Δημήτρη, τις αποχαιρετούσε, γεμίζοντας τα αυτιά τους με υποσχέσεις και ελπίδες. Το ταξίδι της επιστροφής με το τρίκυκλο κράτησε μια μέρα παραπάνω, αφού οι σταφίδες που πρόσκαιρα ανακούφισαν τα πεινασμένα τους στομάχια, έπαιρναν τώρα την εκδίκηση τους.
Δεν τα φανταζόταν όλα αυτά πριν γνωρίσει το Δημητρό, αλλιώς ήταν μαθημένη στην οικογένεια της. Η Σμύρνη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ήταν τότε μια κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα. Ο πατέρας της ήταν έμπορος και ο μεγάλος της αδερφός αξιωματικός. Πήγαινε σε γαλλικό σχολείο και τα απογεύματα ερχόταν στο σπίτι η κυρία Πελαγία που της μάθαινε πιάνο.
Ήταν η μικρότερη από τα τρία αδέρφια της, ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο Οδυσσέας, την περνούσε δεκατέσσερα χρόνια και μετά ακολουθούσαν οι δύο αδερφές της, η Καλλιόπη και η Ευανθία. Η μητέρα της πέθανε από μια μόλυνση στο πόδι που εξελίχθηκε σε γάγγραινα. Ήταν οκτώ χρονών παιδάκι όταν αντιμετώπισε το θάνατο για πρώτη φορά. Δεν καταλάβαινε και πολλά βέβαια, όμως την τρόμαζε η απουσία της, το ότι είχε φύγει για πάντα. Έκλαιγε με αναφιλητά όταν σκεφτόταν ότι δεν θα ξανάρθει ποτέ, όμως ήξερε στα σίγουρα ότι εκεί που είχε πάει είναι καλύτερα και ότι εκεί η μητέρα της θα είναι πιο ευτυχισμένη απ’ ότι ήταν εδώ, και θα μπορεί από εκεί να βλέπει όλα όσα γίνονται εδώ, και δεν θα της έλειπε κανείς τους εκεί γιατί θα τους παρακολουθούσε συνέχεια και θα τους ένιωθε συνεχώς κοντά της.
Εκεί, εδώ, ποτέ, πάντα, θάνατος˙ πόσα καινούρια πράγματα τόσο ξαφνικά, μέσα σε μια μέρα. Τότε σταματούσε να κλαίει και φανταζόταν ένα πάρκο με καταπράσινο χορτάρι και ψηλά δέντρα, και γύρω-γύρω μικρά σπιτάκια με ωραίους κήπους και στέγες από κεραμίδια˙ μια μικρή πόλη στον ουρανό, η Ουρανούπολη όπου ζούσε χαρούμενη η μητέρα της.
Με την καταστροφή, το ’22, έφυγαν άρον-άρον από τη Σμύρνη. Εκείνη μπήκε μαζί με τον πατέρα της σε μια λάντζα, δεν χωρούσαν άλλοι. Τα αδέρφια της μπήκαν σε μια παραδιπλανή. Ξαναβρέθηκαν δυο χρόνια μετά, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, στη Δράμα.
Τον Δημητρό τον γνώρισε όταν πήγε στη Δράμα. Έμεναν απέναντι. Τα σπίτια τους ήταν διώροφα, κάτω ήταν η κουζίνα και οι αποθήκες και πάνω οι κρεβατοκάμαρες και το καθιστικό. Καθόταν με τις ώρες στην κάμαρα της, στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς την δική του κάμαρα, όπου εκείνος, σκυμμένος πάνω σ’ ένα γραφειάκι, έγραφε ασταμάτητα. Κάποια στιγμή δίπλωνε το χαρτί με τα γραμμένα του, πλησίαζε στο παράθυρο και τό στελνε, σαΐτα που ερχόταν απ’ το δικό της παράθυρο και πετούσε μέσα στο δωμάτιο σαν να μην ήταν χαρτί αλλά η καρδιά της που πετούσε και την άκουγε. Το ‘πιανε, το ξεδίπλωνε και το ‘χωνε μέσα στο βιβλίο της, χωρίς να τολμάει να το κοιτάξει. Εκεί, μέσα στις σελίδες του βιβλίου, αυτό παλλόταν, κι εκείνη το άκουγε, κι ένιωθε τους χτύπους της ν’ ανεβαίνουν στο λαιμό της.
Ήταν τότε είκοσι οκτώ ετών κι εκείνος ένα χρόνο μεγαλύτερός της. Την επόμενη χρονιά θα κατέβαινε στην Αθήνα για να δουλέψει ως λογιστής σε μια εισαγωγική εταιρεία. Κατέβηκε κι εκείνη μαζί του, άφησε το πιάνο της, τα γαλλικά μυθιστορήματα που αγαπούσε και τα ακριβοραμμένα της φορέματα και τον παντρεύτηκε. Ήταν φτωχός, πολύ φτωχός και έτσι φτωχά πέρασαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Τα χρήματα που έβγαζε έφταναν ίσα-ίσα για να πληρώνουν το ενοίκιο και το φαγητό τους. Ούτε ρούχα, ούτε εκδρομές, ούτε βόλτες στην εξοχή με φίλους. Μετά γεννήθηκε η Ειρήνη -η Ρηνούλα όπως την φώναζαν-. Ήταν δύσκολα χρόνια. Όμως της Αριστέας δεν της έλειπε τίποτα, της έφτανε που είχε τον Δημητρό, γιατί από την πρώτη εκείνη μέρα που τον είδε από το παράθυρο της κάμαράς της, δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της σε κάμαρα που να μην είναι κι αυτός μέσα.
Τον αγάπησε πολύ τον Δημητρό. Δεν ήταν και πολύ νέα όταν τον γνώρισε και τον αγάπησε πολύ. Έβλεπε σ’ αυτόν όλα της τα ιδανικά, όλες της τις αξίες. Κάθε τι υψηλό και όμορφο υπήρχε μέσα του. Δεν γινόταν να σταματήσει ποτέ να τον αγαπάει παρά μόνο αν απαρνιόταν ότι είχε θαυμάσει και ποθήσει στη ζωή της. Ποιος ξέρει αν θα τον αγαπούσε το ίδιο αν τον είχε γνωρίσει νωρίτερα ή αργότερα; Ίσως νεώτερη να μην έβλεπε σ’ αυτόν όλα όσα είδε στα τριάντα της, αργότερα πάλι ίσως και να της φαινόταν λίγος. Εκείνη όμως την εποχή ο Δημητρός ταυτίστηκε με ότι είχε διαμορφωθεί μέσα της ως ιδεατό και από τότε κι ύστερα το ιδεατό αυτό το διαμόρφωναν μαζί, καθώς μαζί μεγάλωναν και μαζί γερνούσαν.
Αγάπησε έτσι τις σιωπές του, τις μελαγχολίες του, τις συγκινήσεις του, τις εμμονές του και τις απογοητεύσεις του. Άλλοτε παρορμητικός και ενθουσιώδης να την παρασύρει στα όνειρα του και άλλοτε να παραιτείται από όλα κι εκείνη να προσπαθεί να τον κρατήσει και να τον γιάνει. Αγάπησε τον θυμό του, τους παραλογισμούς του, την ακεραιότητα του, τις συναναστροφές του, τα ξεφαντώματά του, τις σκέψεις του, τις ιδέες του. Κι αγαπούσε το πώς την αγαπούσε, και πως την ένοιωθε, πως την πλησίαζε και πως κάποιες φορές απομακρυνόταν από κοντά της. Το σώμα του ήταν γι’ αυτήν οικείος τόπος, το σώμα του ήταν το σπίτι της. Κάθε βράδυ που έσβηναν το φως και την έπαιρνε αγκαλιά, ένιωθε όλη την κούραση της ημέρας, όλα τα προβλήματα και τις στενοχώριες να σβήνουν. Όλος ο κόσμος γέμιζε από αυτή την αγκαλιά, και καθώς μοιράζονταν τις ώρες του ύπνου τους, ξυπνούσαν χορτάτοι, πλημμυρισμένοι από μια εμπειρία που μόνο οι δυο τους καταλάβαιναν πόσο σημαντικά καθόριζε τις ζωές τους.
Νεότερη όταν ήταν, υπήρχαν περίοδοι που ένιωθε να πιέζεται. Για να μπορεί να τον ακολουθεί και να του συμπαραστέκεται έβαζε τα θέλω της σε δεύτερη μοίρα. Αδρανούσαν οι επιθυμίες της, καθώς υιοθετούσε τις δικές του επιθυμίες για δικές της. Μαζί τους αδρανούσε και το σώμα της και πολλές φορές και οι σκέψεις της. Στεκόταν πίσω του, σ’ ένα χώρο ελάχιστο, χωρίς να ακούγεται και χωρίς να φαίνεται. Όμως ο Δημητρός την έβλεπε και την άκουγε πάντα, αισθανόταν την οκνηρία της και την έσπρωχνε μακριά του, Ήθελε να την βλέπει ελεύθερη και ζωντανή, αρρώσταινε σαν δεν ήταν εκείνη καλά. Με τα χρόνια έμαθαν και οι δύο να ορίζουν το χώρο τους και να υπάρχουν τόσο μαζί όσο και μόνοι τους. Έμαθαν να σέβονται ο ένας την ελευθερία του άλλου, χώρεσαν τις διαφορετικότητες τους μέσα στο ίδιο σπίτι, σ’ αυτό το σπίτι που ήταν γεμάτο λουλούδια, θαλπωρή και μυρωδιές φρεσκοπλυμένων ρούχων.
Τα καλοκαίρια η Αριστέα έπαιρνε την κόρη της και πήγαιναν στη Ραφήνα. Είχαν φτιάξει εκεί ένα μικρό εξοχικό σπίτι, με κήπο γύρω-γύρω και στέγη με κεραμίδια. Μια μικρή κουζινούλα, ένα σαλόνι και δυο υπνοδωμάτια, φροντισμένα και απέριττα, πρόβαλαν τη θαλπωρή και τη φρεσκάδα τους με τα πεντακάθαρα και καλοραμμένα κουρτινάκια τους, τα φρεσκοπλυμένα κλινοσκεπάσματα, τις φρουτιέρες πάνω στα βαμβακερά τραπεζομάντηλα, τα βάζα με τις πολύχρωμες μαρμελάδες και τη ζύμη να φουσκώνει στη λεκάνη, σκεπασμένη με μια καρό πετσετούλα. Στον κήπο είχαν δέντρα οπωροφόρα και όλων των ειδών τα λουλούδια, γιασεμιά που μοσχοβολούσαν, νυχτολούλουδα, αγγελικές, βουκαμβίλιες, δάφνες, αγιοκλήματα. Μόνη της τον είχε φτιάξει τον κήπο, μια σταλιά ήταν τα δεντράκια όταν τα φύτεψε και τώρα της έδιναν τους καρπούς τους. Τα λουλούδια και οι θάμνοι έγιναν από μικρά κλαράκια που η Αριστέα έκοβε από άλλους κήπους και τα έμπηγε όπως ήταν στο χώμα του δικού της. Δεν ήθελαν τίποτε άλλο έλεγε, μόνο νεράκι και συντροφιά.
– Αριστέα τι λες; Πάμε ένα ταξίδι στο εξωτερικό τα Χριστούγεννα;
Μόλις είχε τελειώσει τη σούπα του, που η Αριστέα του σέρβιρε για πρώτο πιάτο. Μια ζεστή κρεατόσουπα με μικρά κομματάκια από μοσχαρίσιο μεδούλι και κρουτόν που έφτιαχνε η ίδια, τηγανίζοντας μικροσκοπικά τετραγωνάκια ψωμιού σε βούτυρο. Σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα του και αφού ήπιε μια γουλιά νερό της έκανε την πρόταση του ταξιδιού. Είχαν πάει αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη και πολύ περισσότερα στην Ελλάδα. Αγαπούσαν κι οι δυο τους πολύ τα ταξίδια και έφευγαν εύκολα, χωρίς πολλή σκέψη και χωρίς ιδιαίτερες προετοιμασίες.
Δεν είχαν αυτοκίνητο˙ ο Δημητρός δεν έμαθε ποτέ του να οδηγεί γιατί ήθελε να απολαμβάνει τις διαδρομές χωρίς να είναι προσηλωμένος στο τιμόνι. Έτσι όλες τους τις εκδρομές στις πόλεις και στα χωριά της Ελλάδας τις έκαναν με το λεωφορείο. Έφτιαχνε η Αριστέα τυροπιτάκια για το δρόμο και μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους είχαν γίνει φίλοι με όλους τους συνταξιδιώτες τους, οι οποίοι, αφού πρώτα άρχιζαν να τρέφουν αισθήματα ιδιαίτερης συμπάθειας για το ζευγάρι, τα θεμελίωναν δοκιμάζοντας τα τυροπιτάκια της Αριστέας. Επισκέπτονταν κυρίως τα μέρη που είχαν σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους γιατί την Αριστέα την έπιανε μια ιδιαίτερη συγκίνηση όταν σκεφτόταν ότι ανάμεσα σ’ αυτές τις πέτρες και τα μάρμαρα κινήθηκαν και κουβέντιασαν άνθρωποι που έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν από αυτήν. Κι ενώ όλοι εκείνοι οι άνθρωποι μεγάλωναν και άλλαζαν και γερνούσαν και πέθαιναν και ξαναγεννιόντουσαν άλλοι που μεγάλωναν και άλλαζαν και γερνούσαν και πέθαιναν κι αυτοί με τη σειρά τους, εκείνες οι πέτρες κι εκείνα τα μάρμαρα, στην ίδια θέση πάντα, μετρούσανε τα χρόνια τους όχι με μέρες ή με χρόνια, αλλά με ζωές και θανάτους. Συνειδητοποιούσε ότι πάνω στη φθορά των λίθων καταγραφόταν η ιστορία όλων αυτών των ανθρώπων που στάθηκαν απέναντί τους, μια ιστορία που έμενε βουβή και ανιστόρητη.
Πήγαν αρκετές φορές στις Μυκήνες, στην Αρχαία Κόρινθο, στην Αρχαία Ολυμπία, στους Δελφούς, στην Κνωσό, στη Δήλο. Κάθε φορά η Αριστέα ενθουσιαζόταν και παρατηρούσε τις αρχαίες πέτρες σαν να τις έβλεπε πρώτη φορά. Είχε διαβάσει ότι μπορούσε να βρει για το κάθε μνημείο που επισκεπτόταν, και αν τύχαινε να έχουν πάει με κάποιο φίλο τους, τον τραβολογούσε για να τον ξεναγήσει στο χώρο και να του εξηγήσει τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Ο Δημήτρης την χάζευε που ενθουσιαζόταν τόσο και καμάρωνε για τις γνώσεις και το πάθος που είχε για να αρχαία αυτά ερείπια. Θαύμαζε το μυαλό της Αριστέας, όχι μόνο για τις ιστορικές του δεξιότητες αλλά κυρίως για το πόσο λογικά, πρακτικά και ψύχραιμα αντιμετώπιζε τις δυσκολίες. Στις κουβέντες τους εντυπωσιαζόταν με τον τρόπο που εκείνη ερμήνευε τις διάφορες καταστάσεις, βλέποντας τα πράγματα από μια οπτική γωνία που για εκείνον ήταν όλως διόλου άγνωστη, και με την ευκολία της να βρίσκει πάντα μια λύση στα δικά του σκοτεινά και απελπιστικά αδιέξοδα.
– Μια ζωή ολόκληρη δεν μας έφτασε για να ταξιδέψουμε, δεν μας έφτασε. Ήταν πολλές οι διαδρομές, μαζί και χώρια, και οι λύπες μας, και οι τύψεις μας, και τα δάκρυα της χαράς μας. Δεν μας έφτασε, δεν χώρεσαν τα χάδια μας, ούτε κι η μοναξιά μας, δεν χώρεσαν. Και οι αναμονές μας ήταν πιο πολλές, και το σμίξιμό μας διαρκούσε πιο πολύ από τον χρόνο που είχαμε. Δεν χώρεσαν στον χρόνο, δεν προλάβαμε να πούμε όσα σκεφτήκαμε, δεν σκεφτήκαμε όσα είπαμε και όσα κάναμε, δεν προλάβαμε. Δεν πρόλαβα να δω που με πας, που με πήγες, που θα με πας˙ που πάω, που πήγα και που θα πάω χωρίς εσένα; Χωρίς εσένα.
– Ε όχι δα και χωρίς εμένα! Γιατί να πας κάπου χωρίς εμένα; Δεν είμαι πάντα κοντά σου; Μήπως δεν πάμε μαζί παντού;
– Ναι, όμως δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτό ή αν απλώς το ονειρεύομαι. Δεν ξέρω αν είσαι στ’ αλήθεια εδώ ή αν σε φαντάζομαι.
– Αριστέα τι είναι αυτά που λες; Μήπως δεν τρώμε μαζί τώρα; Δεν κουβεντιάζουμε για το ταξίδι μας; Για τα δώρα που θα φέρουμε στα εγγόνια μας; Μήπως δεν περίμενες, καθισμένη στην πολυθρόνα σου, να έρθει το λεωφορείο για να στρώσεις το τραπέζι; Σε βλέπω κάθε μεσημέρι που γυρνάω, να σηκώνεσαι από την πολυθρόνα αυτή και να κατευθύνεσαι προς την κουζίνα. Με το που φτάνει το λεωφορείο και πριν κατεβώ, κοιτάω ψηλά στο μπαλκόνι μας και σε βλέπω.
– Όμως δεν ανεβαίνεις ποτέ πια
– Τι σημασία έχει; Μήπως και αύριο δεν θα με περιμένεις την ίδια ώρα; Μήπως δεν θα στρώσεις το τραπέζι μόλις δεις το λεωφορείο να έρχεται;
Θα τον περιμένει, καθισμένη στην πολυθρόνα με το ροζ κάλυμμα, ντυμένη και χτενισμένη, και θα στρώσει το τραπέζι μόλις δει το λεωφορείο να ‘ρχεται, με το φαγητό και τη σαλάτα, το τουρσί και τα τυριά μετά. Όμως θα βάλει ένα πιάτο, το δικό της, και δεύτερο φαγητό δεν θα ‘χει, και δίπλα της η καρέκλα θα είναι άδεια, μα εκείνη όση ώρα θα τρώει δε θα σταματήσει να την κοιτάει, και θα πλύνει τα πιάτα αμέσως μετά και θα πάει να ξαπλώσει, κι όταν ξυπνήσει θα νοσταλγήσει ξανά εκείνο το τσιγάρο που δεν το ξαναδοκίμασε ποτέ, δεκάξι χρόνια τώρα δεν το ‘χει ξαναδοκιμάσει.
– Είναι πολύς ο χρόνος Δημητρό μου! Που να τον χωρέσω τόσο χρόνο;
Εικ.: Pablo Picasso, woman at the window