Η Άννα, μια δεκαεπτάχρονη ορφανή που μεγάλωσε σ’ ένα μοναστήρι, πρόκειται σε λίγες μέρες να χειροτονηθεί ως μοναχή. Η ηγουμένη του μοναστηριού της ανακοινώνει πως έχει μια μοναδική συγγενή, μια θεία, αδελφή της μητέρας της, και πως θα πρέπει να περάσει μερικές μέρες μαζί της πριν πάρει την απόφαση να δώσει τους όρκους της. Η Άννα πηγαίνει στο σπίτι της θείας της, της Βάντας, η οποία δεν είχε θελήσει ποτέ στο παρελθόν να έρθει σε επαφή μαζί της. Η Βάντα, που ζει μόνη της στη Βαρσοβία, την υποδέχεται χωρίς μεγάλη εγκαρδιότητα, της ανακοινώνει ότι οι γονείς της ήταν εβραίοι και πέθαναν στον πόλεμο, ότι το πραγματικό της όνομα δεν είναι Άννα αλλά Ίντα Λιμπενστάιν, και την αφήνει να φύγει την ίδια μέρα για να επιστρέψει στο μοναστήρι. Όμως μετανιώνει και πηγαίνει στον σταθμό για να την ξαναφέρει στο σπίτι της. Η Βάντα είναι δικαστικός που στο παρελθόν δούλευε για τους κομμουνιστές, στέλνοντας πολλούς “εχθρούς του λαού” στην αγχόνη. Είναι επίσης αλκοολική και αναζητά την ερωτική ικανοποίηση στους συχνούς εραστές της. Οι δυο τους ξεκινούν ένα ταξίδι με σκοπό να ανακαλύψουν την αλήθεια για το θάνατο των γονιών της Ίντα.
Σ’ αυτό το οδοιπορικό, οι δυο γυναίκες αντικρίζουν το παρελθόν τους, ένα κοινό παρελθόν με διαφορετικό αντίκτυπο στην καθεμιά. Για την Βάντα το παρελθόν αυτό είναι γεμάτο ενοχές, τις οποίες όλα τα χρόνια της ζωής της προσπαθεί να πνίξει μέσα από τον κυνισμό, την εξάρτηση από το αλκοόλ και τις πολλαπλές ερωτικές της περιπέτειες. Για την Ίντα, το παρελθόν είναι κάτι άγνωστο, μια περιπέτεια, ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο που δεν βίωσε ποτέ και που θα πρέπει να εντάξει μέσα στην τακτοποιημένη και ήρεμη ζωή της. Μαζί με το παρελθόν που προσπαθεί να ανακαλύψει, ανακαλύπτει και τον κόσμο. Ανακαλύπτει τη Βάντα και προσπαθεί να την καταλάβει, τόσο την ίδια όσο και τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει, μπαίνοντας στα ρούχα της και στα παπούτσια της, καπνίζοντας τα τσιγάρα της, πίνοντας μεγάλες ποσότητες αλκοόλ από το μπουκάλι και ακούγοντας τη μουσική του Μπαχ να βγαίνει από το παλιό γραμμόφωνο. Αυτό το ταξίδι γίνεται και για τις δυο γυναίκες καθοριστικό και μοιραίο, με διαφορετικό βέβαια τρόπο για την καθεμία.
Η ταινία είναι εξαιρετική ως προς την αισθητική της. Οι ασπρόμαυρες εικόνες και το σχεδόν τετράγωνο φορμά (1,37:1) του κινηματογραφικού φιλμ, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα σαν αυτή των ταινιών του ’50. Σε αρκετές σκηνές το μυαλό μου πήγαινε στις ταινίες του Dreyer, του Bresson αλλά και του Fellini. Το απόλυτο στυλιζάρισμα των πλάνων και ο τρόπος που έμπαιναν μέσα σ’ αυτά οι σκιές και το φως, η εξαιρετική φωτογραφία (κάθε καρέ είναι από μόνο του μια πολύ ωραία φωτογραφία), η μουσική που επιβάλλεται και κυριαρχεί πάνω στην πλοκή, οι πολύ καλές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστριών, όλα συμβάλλουν σε μία άρτια σύνθεση και ένα πολλά υποσχόμενο αποτέλεσμα. Το θέμα επίσης, αυτό της υπαρξιακής αναζήτησης, μέσα από τα μονοπάτια της μνήμης, το παρελθόν ως καθοριστικό στοιχείο σε όλη την πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης, αγγίζει και αφορά όχι μόνο όσους βίωσαν αντίστοιχες καταστάσεις αλλά το σύνολο της ανθρωπότητας που αναζητά διέξοδο μέσα στην αέναη πάλη του με τις σκιές και τα φαντάσματα που αφήνει πίσω του ο χρόνος. Το παρελθόν γίνεται κυρίαρχο είτε ως μία βιωμένη κατάσταση που επιζητά τη λήθη, είτε ως ένα άγνωστο και αχανές πεδίο που πρέπει να εξερευνηθεί.
Πρόκειται λοιπόν για μια πολύ καλή ταινία, που όμως δεν κατάφερε να γίνει αριστούργημα. Ο Pawlikowski βάδισε με μεγάλη συνέπεια στα χνάρια των μεγάλων του δασκάλων, όμως το φως που έβγαινε απ’ τα κάδρα του, όσο κι αν ήταν τεχνικά άρτιο, δεν θα χαραχτεί στη μνήμη μου σαν το φως που συνόδευε τους αμέτρητους χτύπους της καρδιάς μου στο Ordet του Dreyer, ο επαναλαμβανόμενος ήχος των κουταλιών στο μοναστήρι φάνηκε σαν έξυπνο τέχνασμα και όχι σαν τον ήχο μιας συγκλονιστικής πραγματικότητας, και το αποφασιστικό βάδισμα της Ίντα προς την οθόνη, στο τελευταίο πλάνο, μόνο αμυδρά μου θύμισε αυτό της Giulietta Masina στο “Νύχτες της Καμπίρια” του Fellini, χωρίς να με αφήσει αποσβολωμένη και συγκινημένη όπως τότε.
Δεν τους ξεπέρασε τους δασκάλους του, δεν τους έφτασε καν, δεν είχε τίποτα καινούριο, τίποτα διαφορετικό να προτείνει, δεν έβγαλε τις προσωπικές του εμμονές μέσα από ένα αληθινά δικό του δείγμα γραφής, κι έτσι έμεινε παγιδευμένος μέσα στη φόρμα και τον ρυθμό του σινεμά που θαυμάζει και που χρειάζεται εξαιρετικό ταλέντο και σπάνια ιδιοφυία για να μπορέσει να χειριστεί καλύτερα από τα ιερά εκείνα τέρατα.
εξαιρετικό κείμενο και αναφορές, συγχαρητήρια!
LikeLiked by 1 person
(κάποιες αντιρρήσεις για το πως χειρίζεται το υλικό του, και για το κέντρο βάρους της ταινίας, που ειναι πολύ περισσότερο, το θέμα του υποβόσκοντος φασισμού των “νοικοκυραίων” Πολωνών που εκκαθαρίζουν εβραϊκές οικογένειες για να προσεταιριστούν τις περιουσίες τους, από οτιδήποτε άλλο δευτερεύον προσχηματικό, επιλέγει να μεγεθύνει. Σε δεύτερη θέαση, και με το κέντρο βάρους τοποθετημένο ως υπογράμμισα, τη λες και αριστούργημα)
LikeLiked by 1 person
Σ’ευχαριστώ πολύ αρχικά για τα καλά σου λόγια. Συμφωνώ μαζί σου για το χειρισμό του σε σχέση με το κέντρο βάρους της ταινίας. Τώρα, όσον αφορά το αριστούργημα και όπως πολύ καλά γνωρίζεις (και αυτό το λέω έχοντας παρακολουθήσει λίγο τη δική σου καλλιτεχνική δράση) αριστούργημα είναι το έργο που, μέσα από έναν πολύ ισορροπημένο συσχετισμό της φόρμας, του ρυθμού και του περιεχομένου, καταφέρνει να σου δώσει μια πολύ γερή γροθιά στο στομάχι, κοινώς να σε συγκινήσει στο έπακρο και ως ένα βαθμό να αλλάξει κάτι μέσα σου. Δεν αποκλείω βέβαια τίποτα, άλλωστε δεν έχω αξιωθεί ακόμα τη δεύτερη θέαση για την οποία μιλάς.
LikeLike