
“Every dog has his day,
and a good dog
just might have two days.”
Το “παρόν” του βιβλίου είναι το καλοκαίρι του 1984. Ένα πρωινό ο καλοκαιρινός ήλιος μπαίνει στο σπίτι του Zoyd και τον ξυπνάει. Ο Zoyd Wheeler, πρώην χίπης και μουσικός, ζει στο Vineland της Βόρειας Καλιφόρνιας με την δεκατετράχρονη κόρη του Prairie. Εκεί αυτοεξορίστηκε το 1971, επί κυβερνήσεως Νίξον, όταν ο Hector Zuniga, πράκτορας της Δίωξης Ναρκωτικών και αθεράπευτος τηλεορασόπληκτος, στήνοντάς του παγίδα για κατοχή ναρκωτικών, τον υποχρέωσε να πάρει την κόρη του και να εξαφανιστεί από το Λ.Α. Συνέχισαν έκτοτε να παρακολουθούν τις κινήσεις του μέσω της υποχρεωτικής μηνιαίας εξαργύρωσης ενός κρατικού επιδόματος που λάμβανε για μια υποτιθέμενη ψυχική του νόσο. Έτσι ο Zoyd έκανε κάθε χρόνο και υπό την κάλυψη των τηλεοπτικών μέσων, ένα άλμα μέσα από τη τζαμαρία ενός καταστήματος, ώστε να αποδεικνύει την ανάγκη χορήγησης του κρατικού επιδόματος. Μετά το φετινό του άλμα, ο Zoyd θα ξανασυναντήσει τον Hector, που, αποδυναμωμένος πια από την κυβέρνηση Reagan, θα του ζητήσει να συμμετέχει σε μια ταινία που σκοπεύει να γυρίσει για την καταπολέμηση των ναρκωτικών. Ταυτόχρονα μαθαίνει ότι ο Brock Vond, ομοσπονδιακός εισαγγελέας, έχει κάνει με τους ανθρώπους του κατάληψη και δήμευση του σπιτιού του. Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο, ο Zoyd προτρέπει την κόρη του να φύγει για ένα διάστημα με τον φίλο της τον Ησαΐα δύο τέσσερα και το συγκρότημά του τους Έμετονς. Της δίνει και μια επαγγελματική κάρτα ενός Ιάπωνα καρμικού ρυθμιστή, του Takeshi Fumimota, για να την χρησιμοποιήσει όταν την χρειαστεί αληθινά. Η κάρτα εντοπίζεται από τον ανιχνευτή της Ντι Ελ, συνεργάτη και συντρόφου του Takeshi, αλλά και νεανική φίλη της μητέρας της, της Frenesi, την οποία η Prairie δεν γνώρισε ποτέ. Η Prairie ακολουθεί την DL στο Καταφύγιο της Γυναικείας Θρησκευτικής Αδελφότητας Προσηλύτων στο Κουινόιτσι, όπου αναλαμβάνει καθήκοντα μαγείρισσας και ταυτόχρονα ανακαλύπτει κομμάτια από το παρελθόν της μητέρας της μέσα στα ηλεκτρονικά αρχεία της αδελφότητας. Εκεί εμφανίζεται και ο Takeshi και οι τρεις μαζί συνεχίζουν το ταξίδι στο παρελθόν με την επίσκεψη στο σπίτι της Ditzah Pisk, μέλος της κινηματογραφικής ομάδας 24κτδ που δημιουργήθηκε την δεκαετία του ΄60 και στην οποία συμμετείχε και η Frenesi. Βλέποντας τα φιλμ της 24κτδ, η Prairie κατάφερε να ανακαλύψει ένα σημαντικό μέρος από το παρελθόν της Frenesi.
Στον ίδιο χρόνο, δηλαδή πάλι το καλοκαίρι του 1984 αλλά σε μια άλλη πόλη μακριά από το Vineland, ο ίδιος ήλιος μπαίνει στο σπίτι της Frenesi Gates, την ώρα που εκείνη σκέφτεται την κόρη της την Prairie που έχει να δει από τότε που ήταν μωρό. Η Frenesi είναι τώρα παντρεμένη με τον Flash Fletcher και έχουν ένα γιό τον Justin. Είναι και οι δύο πληροφοριοδότες του κρατικού μηχανισμού και βρίσκονται σ’ ένα πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων απ’ όπου λαμβάνουν ένα μηνιαίο εισόδημα. Ο αστυνομικός που επισκέφτηκε το σπίτι τους έφερε ο ίδιος το φάκελο με την επιταγή αντί να σταλεί με το ταχυδρομείο, επιμένοντας να δει και τους δυο τους. Στην προσπάθεια της να εξαργυρώσει την επιταγή, η Frenesi διαπιστώνει ότι ο φάκελός της ως πληροφοριοδότης δεν υπάρχει πια στα ηλεκτρονικά αρχεία της κυβέρνησης, περικόπτοντας τη δαπάνη της από τον προϋπολογισμό.
«Ήταν ένας καθιερωμένος τρόπος ελέγχου επιτηρητών και καταδοτών και ειδικών υπαλλήλων, να τους βάζουν να πολεμάνε ο ένας τον άλλον, να ανταγωνίζονται, για ολοένα και περισσότερο μειωμένες προκαταβολές, έχοντας πάντα υπόψη ότι η λίστα των ονομάτων ήταν διαπραγματεύσιμη, εξαιρετικά διαπραγματεύσιμη μάλιστα, με το υπουργείο Δικαιοσύνης σε συνεχή επαφή με αυτό που ονομαζόταν “Οργανωμένο Έγκλημα”»
Αυτά είναι τα δύο παράλληλα και ταυτόχρονα σημεία από τα οποία ξεκινάει και αναπτύσσεται όλο το αφηγηματικό σύστημα του Pynchon στο Vineland. Στο ένα σημείο βρίσκεται η Prairie και στο άλλο η μητέρα της η Frenesi. Από τα σημεία αυτά ξεκινούν δύο πολύπλοκα (αλλά διακριτά) δίκτυα ιστοριών ανθρώπινων ζωών και θανάτων που επεκτείνονται τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον, που στη πορεία τους αναπτύσσουν αρκετά παρακλάδια και που ενώ προχωρούν παράλληλα, δεν σταματούν να διασταυρώνονται, με αποτέλεσμα να καταλήξουν σε ένα κοινό σημείο, εκεί όπου οι δύο γυναίκες συναντιούνται, σ’ έναν πραγματικό χρόνο που η διάρκειά του είναι η διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου.
Μέσα από συνεχή φλασμπάκ και αφηγήσεις των χαρακτήρων, από φωτογραφίες που ανακαλύπτει η Prairie και έχουν φυλακίσει πάνω τους τον χρόνο, και από ταινίες της κινηματογραφικής λέσχης 24κτδ (24 καρέ το δευτερόλεπτο), ξεδιπλώνεται η ιστορία της Frenesi και η δράση της στο επαναστατικό κίνημα της δεκαετίας του ΄60, η γνωριμία της με την Darryl Louise (DL), η σχέση της με τον Weed Atman στο κολέγιο του Σερφ, o γάμος της με τον Zoyd, η ακατανόητη σχέση της με τον ομοσπονδιακό εισαγγελέα Brock Vond, ο δεύτερος γάμος της με τον Flash, η σχέση της με τη μητέρα της, την Sasha, η δράση των γονιών της κατά την περίοδο της μαύρης λίστας στο Χόλυγουντ, όπως και αυτή των παππούδων της μετά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο. Παράλληλα ξεδιπλώνεται η ιστορία του Zoyd, της DL και του Takeshi, αλλά και του αστυνομικού Hector Zuniga.
Όλο αυτό το πολύπλοκο αφηγηματικό δίκτυο που φωτίζει τους επινοημένους χαρακτήρες του βιβλίου και τις μεταξύ τους σχέσεις, εντάσσεται μέσα στο πραγματικό ιστορικό γίγνεσθαι των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, κυρίως όμως κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ΄60 και του ΄70, που σαν ένα ρευστό μέσο αφήνει να αναπτυχθούν και να διακλαδωθούν μέσα του τα στέρεα πλοκάμια της αφηγηματικής πλοκής του Pynchon.
Το “Vineland” δεν είναι η ιστορία του επαναστατικού κινήματος της δεκαετίας του ΄60, της εναντίωσης στον πόλεμο του Βιετνάμ, των χίπιδων, του ροκ εν ρολ και της μαριχουάνας, δεν είναι η ιστορία των προσπαθειών καταστολής του μέσα από τα δραστικά μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις του Nixon και του Reagan. Ο Pynchon δεν αποκάλυψε στοιχεία του ομοσπονδιακού κρατικού μηχανισμού που ήταν άγνωστα μέχρι τότε (άσχετα αν πολλοί τα μαθαίνουμε από αυτόν). Όλα όσα αναφέρει, για τις παγίδες που έστηνε η υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών στους επαναστάτες, για τον μηχανισμό των πληροφοριοδοτών και την μετέπειτα περικοπή των κονδυλίων τους και την εξαφάνιση των φακέλων τους από τους κυβερνητικούς υπολογιστές, είναι γνωστά (με την ευκολία που έχει το πολιτικό σύστημα της Αμερικής να αποκαλύπτει τα σκάνδαλα του παρελθόντος, φανερώνοντας ταυτόχρονα τα εργαλεία και της μεθόδους καταστολής και ελέγχου που χρησιμοποίησε, και με τον τρόπο αυτό να προχωρεί σε μία αυτό-ίαση, ώστε στο μέλλον να επινοήσει νέα, πιο πολύπλοκα και αποτελεσματικά εργαλεία άσκησης επιρροής και ελέγχου.)
Το “Vineland” είναι ένα πλούσιο, μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, που παίρνει ένα κομμάτι της καταγεγραμμένης ιστορίας για να το ξαναγράψει, χρωματίζοντάς το και εμπλουτίζοντάς το μέσα από τις διαφορετικές ματιές όλων αυτών των φανταστικών χαρακτήρων που ο συγγραφέας τοποθέτησε μέσα της. Ξαναγράφει την ιστορία σ’ ένα χρόνο μη γραμμικό, ένα χρόνο που δεν κυλάει για όλους με την ίδια ταχύτητα. Γράφει την ιστορία των φαντασμάτων μιας δεκαετίας που συνέχισαν να ζουν μέσα στη σκέψη των επιζώντων, στη σκέψη αυτών που έγραψαν την ιστορία και την αλλοίωσαν, αλλά και αυτών που θυμούνται τα γεγονότα με τον δικό τους πρωτότυπο τρόπο. To “Vineland” γράφει μια ιστορία που δεν είναι γραμμένη πουθενά αλλού, για την εξάρτηση των Thanatoids από την τηλεόραση, για την αγωγή διαζυγίου της γυναίκας του Hector, όπου τον κατηγόρησε για εξωσυζυγικές σχέσεις με την τηλεόρασή τους, για την ομοιοπαθητική μέθοδο απεξάρτησης του κέντρου αποκατάστασης των τηλεορασόπληκτων, για την εισβολή αεροπειρατών κατά τη διάρκεια της πτήσης ενός αεροσκάφους – κλαμπ της Kahuna Airlines, για το χτύπημα της Δονούμενης Παλάμης που, κατά λάθος, έδωσε η DL στον Takeshi σ’ ένα μπουρδέλο στο Τόκυο, όπου αυτός βρισκόταν για να εξερευνήσει την εξαφάνισης ενός κτιρίου της πολυεθνικής Chipco κάτω από το γιγάντιο πέλμα ενός απροσδιόριστου τέρατος. Το “Vineland” γράφει επίσης μια ιστορία για τη “Λαϊκή Δημοκρατία του Ροκ εν Ρολ”, δύο έννοιες που ούτε στις Λαϊκές Δημοκρατίες, αλλά ούτε και στους ρυθμούς του Ροκ εν Ρολ μπόρεσαν ποτέ να συνυπάρξουν.
Και στο τέλος έγινε αυτό που πάντα επιθυμούσα να συμβεί στα βιβλία που διάβαζα: στον τόπο αυτόν, το Vineland, που η έκτασή του είναι τόση ώστε να περιλαμβάνει το δάσος με τις σεκόιες και ταυτόχρονα να χωράει σε λίγες σελίδες τυπωμένου χαρτιού, συγκεντρώθηκαν όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου. Στην ετήσια οικογενειακή συγκέντρωση ήταν όλοι εκεί, όχι μόνο οι ζωντανοί αλλά και αυτοί που είχαν πεθάνει, όχι μόνο οι συγγενείς και οι φίλοι αλλά και οι εχθροί, όχι μόνο οι καλοί αλλά και οι κακοί, όχι μόνο οι σημαντικοί αλλά και αυτοί που ήταν απαραίτητοι για να προχωρήσει η πλοκή. Όλοι ήταν εκεί γιατί όλοι είχαν κάτι κοινό μεταξύ τους, κάτι που εν προκειμένω ήταν πιο δυνατό από την οικογένεια, τη φιλία, το γάμο, τον ανταγωνισμό, το κοινό αγωνιστικό παρελθόν, την καταδίωξη, τη μαστούρα, το σεξ, τη γειτνίαση, τη συνεργασία. Ήταν όλοι ήρωες του βιβλίου που, με πολύ κόπο και τεράστια αφοσίωση, μόλις είχα διαβάσει. Είχαν όλοι περάσει από τα μάτια μου, σχηματιστεί και ανασχηματιστεί μέσα από τη διπλή αυτή ανάγνωση. Αυτοί κι εγώ είχαμε πια κοινά και έπρεπε κάπου, κάποτε να συναντηθούμε όλοι μαζί, να καθίσουμε γύρω από ένα γιορταστικό τραπέζι, όπως στο χωριό του Αστερίξ, κάθε φορά που ένα τεύχος έφτανε στο τέλος του.
Δεν άκουσα τη φωνή του συγγραφέα να με καλωσορίζει αλλά δε χρειαζόταν…άλλωστε νομίζω ότι και κανένας άλλος, από όσους ήταν εκεί μαζί μου, δεν την άκουσε.
Σημ.1η: Με την ανάρτηση αυτή δεν σκοπεύω να προσθέσω άλλη μια ανάλυση στις τόσες που υπάρχουν για το έργο του Thomas Pynchon, προερχόμενες από ανθρώπους πολύ πιο ικανούς από εμένα. Πρόκειται μόνο για την καταγραφή των εντυπώσεών μου από την διπλή ανάγνωση του “Vineland”, κι αυτό με μια διάθεση συλλογής αναμνήσεων, κάτι σαν ημερολόγιο, στοιχείο που χαρακτηρίζει και όλες τις προηγούμενες αναρτήσεις μου. Για μια ουσιαστική και, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετική ανάλυση του εν λόγω βιβλίου, καλό θα ήταν να ανατρέξει κανείς σ’ αυτή του Ηλία Βουίτση: “Μια ελεγεία για την Λαϊκή Δημοκρατία του Ροκ εντ Ρολ”, στο 3o τεύχος του περιοδικού The Zone
Σημ.2η: Ελπίζω στο μέλλον σε μια καλύτερη μετάφραση του βιβλίου, από κάποιον που θα επιδείξει περισσότερο κέφι και όρεξη, και δεν θα αποδίδει το “Mini-Mac” ως “μικρό φορτηγό”, το “Jeopardy theme” ως “μελωδία του Γατόπαρδου”, το “joystick” ως “ραβδί της χαράς”, τον “hacker” ως “πετσοκόφτη”, το “pizza hut” ως “καλύβα της πίτσας” και το “people are strange” των Doors ως “οι άνθρωποι είναι παράξενοι όταν είσαι ένας ξένος”.
Εικ.: Robert Frank, 1956