Άρχισα να διαβάζω το “Κάτω από το ηφαίστειο” γνωρίζοντας το θέμα του και το είδος της γραφής. Είχα προηγουμένως διαβάσει κάποια σχόλια και αρκετές κριτικές, με αποτέλεσμα να ξέρω πως κρατώ στα χέρια μου ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, χαρακτηριστικό δείγμα του μοντερνισμού: εσωτερικοί μονόλογοι, χωρίς σαφή χρονική ακολουθία (η πλοκή του εξελίσσεται σε μία μόνο μέρα), συχνές αλλαγές των αφηγητών. Γνώριζα επίσης πως ο Malcolm Lowry έγραφε αυτό το βιβλίο για πολλά χρόνια (άρχισε να το γράφει το 1937 και το ολοκλήρωσε το 1946) και ότι αποτελούσε ένα έντονα αυτοβιογραφικό έργο. Ο συγγραφέας, όπως και ο πρωταγωνιστής του βιβλίου (ο Πρόξενος) ήταν αλκοολικός και είχε μια τρικυμιώδη σχέση και έναν εξίσου τρικυμιώδη χωρισμό με την πρώτη του γυναίκα (όπως και ο Πρόξενος με την Υβόν).
Καθώς προχωρούσε το βιβλίο, παρακολουθούσα μια αργή πλοκή να ξεδιπλώνεται. Η ιστορία του Πρόξενου, ο χωρισμός του με την Υβόν, το ραντεβού τους στο οποίο εκείνος δεν πήγε ποτέ γιατί μέσα στο μεθύσι του δεν θυμόταν που ήταν, η Υβόν που ξαναγυρίζει για να είναι μαζί με τον Πρόξενο, η άφιξη λίγη ώρα μετά και του αδερφού του Πρόξενου, του Χιού, η μυστηριώδης σχέση της Υβόν με τον Χιού, η ιστορία του Χιού και η ανάγκη του για μια διαρκή φυγή, τα καταπιεσμένα και αμήχανα αισθήματα του Πρόξενου και της Υβόν, τα χαμένα γράμματα, τα κρυμμένα γράμματα, όλα ιδωμένα άλλοτε μέσα από τα μάτια του Πρόξενου, άλλοτε της Υβόν ή του Χιού. Και καθώς λοιπόν αργά μου φανερώνονταν τα όσα είχαν συμβεί, συνθέτοντας μια ιστορία που ελάχιστες σελίδες θα χρειαζόταν για να ειπωθεί, αυτά που συνέβαιναν εκείνες τις στιγμές, που τα μάτια μου περνούσαν πάνω από τις τυπωμένες γραμμές των γεγονότων, είχαν μια ένταση και μια ταχύτητα που μου έκοβαν την ανάσα. Ένιωθα σαν να διαβάζω δύο βιβλία ταυτόχρονα, το ένα μέσα στο άλλο, καθένα από αυτά απολύτως αναγκαίο για να υπάρξει και το άλλο. Αδιέξοδα, δαίμονες, εφιάλτες, ενοχές, εμμονές, απόγνωση, αυτοκαταστροφή, τόσα που δεν μπορούν να ειπωθούν με λέξεις, χρειάζονταν αυτό το δεύτερο βιβλίο για να μπορέσουν να πατήσουν πάνω του και να φανερωθούν. Και φανερώθηκαν, με μεγάλη επιτυχία φανερώθηκαν, και στοίχειωσαν το μυαλό μου, έκλεψαν τον ύπνο μου, κάρφωσαν τη σκέψη μου μέσα στις σελίδες του βιβλίου, αυτού του άλλου βιβλίου, που ήταν μονάχα το πρόσχημα.
Τα δύο ηφαίστεια, το Ποποκατεπέτλ και το Ιξτασιουάτλ, ήταν πάντα εκεί, τα έβλεπα να προβάλουν στο βάθος, καθώς προχωρούσα ανάμεσα από τις γραμμές της τυπωμένης αγωνίας, θεόρατα, επιβλητικά, υψώνονταν μέχρι τον ουρανό, ακίνητα και ατάραχα. Μέσα τους μια αιώνια φωτιά έλιωνε το εσωτερικό της γης. Τεράστιες ποσότητες ενέργειας συσσωρεύονταν μέσα στους δύο αυτούς γίγαντες. Περίμενα τη στιγμή της έκρηξης, ενώ βίωνα διαρκώς όλη αυτή την ένταση που κρυβόταν μέσα τους. Και η στιγμή αυτή έφτασε, η έκρηξη έγινε και η φωτιά ξεχύθηκε παντού, όχι όμως μόνο σαν καταστροφή αλλά και σαν λύτρωση, εκτόνωση μιας αέναης ταραχής, της αγωνίας και του φόβου της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αυτή η λογοτεχνία δεν εντάσσεται σε κατηγορίες και είδη και δεν επιδέχεται κριτική, γιατί είναι μια κραυγή, μια γυμνή, σπαρακτική κραυγή, ανθρώπινη, αληθινή και αβοήθητη μπροστά στην ολοκληρωτική συντριβή της ανθρώπινης ύπαρξης. Σαν την έκρηξη ενός ηφαιστείου που καίει τα μάτια όσων την αντικρύσουν και τις σάρκες όσων την βιώνουν.
«”Μα για στάσου, μην κάνεις έτσι, δεν είναι εντελώς σκοτάδι”, έμοιαζε να της απαντάει μαλακά ο Πρόξενος, καθώς άναβε με αφάνταστη δυσκολία την πίπα και καθώς τα μάτια της παρακολουθούσαν τα δικά του να πλανιούνται γύρω από το μπαρ, χωρίς να συναντάνε τη ματιά του μπάρμαν που είχε αποσυρθεί σοβαρός και πολυάσχολος προς το βάθος, “μ’ έχεις παρανοήσει αν πιστεύεις πως είναι εντελώς σκοτάδι, κι αν επιμένεις να το βλέπεις έτσι, πως μπορώ να σου πω γιατί το κάνω; Αν κοιτάξεις όμως αυτή την αχτίνα ήλιου εδώ πέρα, τότε ίσως να πάρεις την απάντηση που ζητάς, για κοίτα, δες πως πέφτει μέσα απ’ το παράθυρο: τι μπορεί να είναι πιο όμορφο από μια καντίνα το ξημέρωμα; Τα ηφαίστειά σου, εκεί ψηλά; Τ’ αστέρια σου; -ο Ρας Αλγκέρθι; Ο Αντάρτης που λυσσομανάει στα νοτιοανατολικά; Όχι, να με συχωράς. Και μην κοιτάς αυτό εδώ το μέρος που -για να πω την αλήθεια- δεν είναι ίσως μια πραγματική καντίνα, σκέψου όμως όλες τις άλλες φοβερές καντίνας όπου οι άνθρωποι τρελαίνονται και που εύκολα θ’ ανοίξουν τις πόρτες τους, γιατί ακόμα και οι πύλες του ουρανού αν άνοιγαν διάπλατα να με υποδεχτούν, δε θα με γέμιζαν μ’ αυτή την ουράνια βαθιά κι ανέλπιδη χαρά, όπως τα σιδερένια ρολά που σηκώνονται με πάταγο, όπως οι ξεκλείδωτες κινητές πόρτες που αφήνουν να περάσουν μέσα αυτούς που οι ψυχές τους τρέμουν μαζί με το αλκοόλ που ανεβάζουν με τρεμάμενα χέρια στα χείλια τους. Όλο το μυστήριο, όλη η ελπίδα, όλη η απογοήτευση, ναι, όλη η καταστροφή, βρίσκονται εδώ πίσω απ’ αυτές τις πόρτες που ανοιγοκλείνουν. Τη βλέπεις αυτή τη γριά απ’ το Ταράσκο που κάθεται στη γωνία, δεν την είχες προσέξει, τώρα όμως τη βλέπεις;” τη ρώτησαν τα μάτια του, κοιτάζοντας γύρω με το μαγεμένο, θολό βλέμμα του ερωτευμένου, κι ο έρωτάς του τη ρώτησε πως είναι δυνατόν, αν δεν πίνεις σαν και μένα, πως ελπίζεις να καταλάβεις την ομορφιά μιας γριάς γυναίκας απ’ το Ταράσκο που παίζει ντόμινο στις εφτά το πρωί;»
«Και ξαφνικά οι σκέψεις του γύρισαν πάλι στην Υβόν. Την είχε στ’ αλήθεια ξεχάσει; αναρωτήθηκε. Κοίταξε πάλι ένα γύρο στο δωμάτιο. Α! σε πόσα δωμάτια, σε πόσα ντιβάνια, ανάμεσα σε πόσα βιβλία, είχαν βρει τη δική τους αγάπη, το γάμο τους, τη ζωή τους μαζί, μια ζωή που παρά τις τόσες αναποδιές της και την ολοκληρωτική καταστροφή της -και παρά τις κάποιες αρχικές παρανοήσεις της Υβόν, παρανοήσεις που οφείλονταν στο γεγονός πως εκείνη είχε παντρευτεί κυρίως το παρελθόν του, και σ’ αυτό έφταιγαν οι Αγγλο-σκωτσέζοι πρόγονοί του, οι ερημωμένοι στοιχειωμένοι πύργοι του Σάδερλαντ, τα φαντάσματα των στητών ξερακιανών θείων να μασουλάνε σπιτικό κέικ στις έξι το πρωί- δεν ήταν χωρίς θρίαμβο. Πόσο λίγο όμως κράτησε. Πολύ σύντομα άρχισε να φαίνεται υπερβολικός αυτός ο θρίαμβος, όλα ήταν απίστευτα καλά, τόσο που ήταν αφάνταστο πως μπορούσε κανείς να τον χάσει και τελικά αβάσταχτο να τον αντέξει: ήταν σαν ο θρίαμβος αυτός να είχε γίνει ο ίδιος το προμήνυμα πως δεν μπορούσε να κρατήσει, ένα προμήνυμα που ήταν σαν μια παρουσία, στρέφοντας τα βήματά του ξανά στις ταβέρνες. Και πως ήταν δυνατό να ξαναρχίσει κανείς απ’ την αρχή σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ το Καφέ Σαγκρέν, το Φαρολίτο; Μπορούσε κανείς άραγε να είναι πιστός και στην Υβόν και στο Φαρολίτο συγχρόνως; -Χριστέ μου, ω αιώνιε φάρε του κόσμου, πως και με ποια τυφλή πίστη, μπορεί κανείς να βρει το δρόμο της επιστροφής, να παλέψει για το δρόμο της επιστροφής, μέσα από τη φρίκη και το χαλασμό χιλιάδων θανατερών ξυπνημάτων, το καθένα πιο τρομακτικό απ’ το προηγούμενο, την επιστροφή από έναν τόπο που ούτε η αγάπη δεν μπορούσε να τον πλησιάσει και όπου εκτός από τις άγριες φλόγες, δεν υπήρχε ούτε σταγόνα θάρρους; Πάνω στον τοίχο οι μεθυσμένοι γκρεμίζονται αιώνια. Μα ένα από τα μικρά ειδώλια των Μάγια έμοιαζε να κλαίει…»
το έχω κι εγώ στη στοίβα με τα αδιάβαστα! το μόνο που μένει είναι να το διαβάσω και να επαληθευτούν (άραγε?) τα καλά λόγια που έχω διαβάσει γι’ αυτό.
LikeLike
αχ αυτές οι στοίβες και οι λίστες…! Αναρωτιέμαι αν θα μειωθούν (για να τελειώσουν το αποκλείω) ποτέ.
LikeLike